Τότε που παίζαμε σ’ άλανες και σ’ αυλές…

Τότε που παίζαμε σ’ άλανες και σ’ αυλές…

«Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, φτου και βγαίνω» και το παιχνίδι μόλις άρχιζε. Όμορφα τα παιδικά μας χρόνια, κάτι περισσότερο τα παιδικά μας καλοκαίρια, τότε που μετρούσαμε παγωτά, μπάνια και μελανιές αντί για θερμίδες, λεφτά και likes στο instagram. Είχαν άρωμα αντικουνιπικού και παγωτού καραμπόλα.

[babyPostAd]  Μας άρεσαν οι μέρες εκείνες, που δεν είχαμε σχολείο, λατρεύαμε αυτήν την ανεμελιά, διότι μας υπενθύμιζε ότι είμαστε ακόμη παιδιά, κάτι που απ’ τις πολλές υποχρεώσεις, απαγορεύσεις και περιορισμούς κοντεύαμε να ξεχάσουμε. Αλλά και με το που ο Αύγουστος διαδεχόταν το Σεπτέμβρη ανυπομονούσαμε να ξαναδούμε φίλους και δασκάλους, και τότε πάλι θα βρίσκαμε χρόνο για πείραγμα και διασκέδαση.

Αυτή η ξεγνοιασιά των παιδικών χρόνων συνοδευόταν πάντοτε με αμέτρητες ώρες παιχνιδιού σε πάρκα, γειτονιές κι αυλές. Γιατί μπορεί εμείς να μην προλάβαμε πολλές αλάνες, καθώς όλες είχαν γίνει πολυκατοικίες και χώροι στάθμευσης, όμως βρίσκαμε άλλους χώρους για να κάνουμε τις τρέλες μας και να διοχετεύουμε την ατελείωτη τότε ενέργειά μας, που τώρα αναζητάμε.

Κάθε μέρα η ώρα ήταν σταθερή, δε χρειαζόταν να μιλήσουμε στο messeger (δεν υπήρχε καν), ούτε να τηλεφωνήσουμε για να το επιβεβαιώσουμε. Το ραντεβού ήταν κοινό και κανονισμένο, έξι ώρα όλοι ήταν εκεί, στο ίδιο μέρος κάθε φορά. Πρώτα παίζαμε κρυφτό, ύστερα κλέφτες κι αστυνόμους κι έπειτα μήλα.

Ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μας, βέβαια, είχαν εκείνα τα παιχνίδια που σκαρώναμε μεταξύ μας, με σύμμαχο τη φαντασία μας και δε λέγαμε σε κανέναν άλλον τους κανόνες, θέλαμε να τα ξέρουμε μόνο εμείς, γιατί αλλιώς θα έχαναν την αξία τους.

Κάπου ανάμεσα στους αγώνες με τα ποδήλατα και το κυνηγητό, ένα απότομο πάτημα και πάρε μας κάτω. Προγραμματισμένο κι αυτό. Με απόλυτη ψυχραιμία και χωρίς ίχνος πόνου –ή τουλάχιστον έτσι λέγαμε στους γονείς μας για να μη μας κρατήσουν μέσα— δέναμε με μια γάζα την πληγή και τροχάδι ξανά, πίσω στους φίλους μας.

Πίσω, εκεί που όλοι μας καταλάβαιναν, εκεί που το μοναδικό μας πρόβλημα ήταν ποιος θα φυλάει πρώτος στο κρυφτό. Ακόμα κι αυτό βέβαια το λύναμε αρκετά εύκολα, με πέτρα-ψαλίδι-χαρτί και ζευγαροχεράκια. Κάπου εκεί άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους κι οι πρώτες «κλίκες», τα πρώτα ψέματα και τα πρώτα άσχημα λόγια. Ακόμα κι αυτά όμως, ήταν ντυμένα με μια παιδική αθωότητα, που σχεδόν σου άρεσε.

Εκείνοι οι τσακωμοί, που κρατούσαν μόλις λίγα λεπτά, ήταν η μοναδική απόδειξη που είχαμε τότε πως δεν είναι όλα τόσο εύκολα στις ανθρώπινες σχέσεις. Δεν ήμασταν τίποτε, παρά μερικά παιδιά που ήταν τόσο μικρά για τον κόσμο των μεγάλων, μα συνάμα τόσο μεγάλα για να λύνουν μόνα τους τις διαφορές τους.

Η πάλη άρχιζε, μια αιώνια πάλη που ακόμα και τώρα συντροφεύει εκείνη την παρέα που έχει χρόνια να βρεθεί. Παγιδευμένοι ανάμεσα σε έναν κόσμο που απ’ τη μία τους θεωρεί πολύ μικρούς και με ασήμαντα προβλήματα συγκριτικά με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω τους κι απ’ την άλλη πολύ μεγάλους για να ασχολούνται με τα δικά τους μικροπροβλήματα.

Για αυτό περιμέναμε ανέκαθεν με ανυπομονησία τις ώρες τα καλοκαίρια, μας θύμιζαν τη ζωή που θέλαμε να ζήσουμε όταν ακόμα ήμασταν παιδιά και παίζαμε σε πάρκα. Μας θύμιζαν τους στόχους και τα όνειρά μας, εκείνα που κάναμε όταν παίζαμε κι ο χρόνος σταματούσε εκεί, στα ατελείωτα γέλια μέχρι να πονέσει η κοιλιά μας, στα πονεμένα μας γόνατα και στις ανακουφιστικές αγκαλιές των δικών μας.

Σε εκείνους, λοιπόν, σε εκείνους που μοιράζονταν μαζί σου το τοστάκι και το χυμό που σου φαινόταν τόσο νόστιμα, τα αυτοκόλλητα που είχαν διπλά και την καρδιά τους. Σε εκείνους που για χάρη τους σκαρφιζόσουν ιστορίες ολόκληρες για να τους δεις να γελούν. Σε εκείνους που μαζί τους μεγάλωσες κι έμαθες να εκτιμάς αυτά τα τόσο μικρά, που δεν είναι τελικά καθόλου αυτονόητα.

Χωρίς εκείνα τα παιχνίδια που σας έδεσαν σαν παρέα δε θα ήσουν αυτό που σήμερα έχεις γίνει. Εκείνα σου έμαθαν να μοιράζεσαι και να μην κλέβεις, να κάνεις υποχωρήσεις και να συνεργάζεσαι. Όχι όμως γιατί στο επέβαλλε κάποιος μεγάλος, χωρίς να σου εξηγεί το λόγο, αλλά γιατί έτσι περνούσες εσύ καλύτερα.

Μην αφήνεις τη μνήμη σου να ξεθωριάσει παραπάνω αυτές τις αναμνήσεις που τόσο νοσταλγικά πού και πού επιστρέφουν. Μοιράσου τις και με άλλους, τους γονείς, το σύντροφό ακόμα και με την τωρινή παρέα σου. Γιατί μπορεί να μη γίνεται να γυρίσεις πίσω το χρόνο και να περάσεις άλλη μια τέτοια γεμάτη παιχνίδι μέρα, όσο και να το θέλεις, αλλά τουλάχιστον έχεις φυλαγμένες στο νου σου τις σκανδαλιές αυτές.

Μην ξεχάσεις ποτέ εκείνο το παιδί που κάποτε έκανε συλλογή με αυτοκόλλητα και καπάκια αναψυκτικών. Του το χρωστάς.

Συντάκτης: Ελένη Μάρκου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη
Πηγή:   pillowfights.gr