Μεγαλώσαμε τα πρωινά Σαββάτου με παιδικά στην τηλεόραση…Εσείς;
Ναι, έχουμε καταλάβει ότι η κάθε γενιά έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Πάντα θα μας φαίνονται παράξενα αυτά που για την επόμενη από εμάς είναι τόσο οικεία και ποτέ δε θα βιώσουμε αυτά που μας διηγείται η προηγουμένη. Υπήρχε, υπάρχει και θα εξακολουθεί να υπάρχει αυτό το χάσμα γενεών κι ίσως, όπως λένε, όντως να γίνεται όλο και μεγαλύτερο. Κι αν για κάποιους είναι πρόβλημα, γι’ άλλους αποτυπώνει απλά την εξέλιξη της κοινωνίας μας.
[babyPostAd]Όπως και να ‘χει, κάθε γενιά έχει τα καλά και τα κακά της. Κάθε μία έχει, επίσης, ένα μοναδικό στοιχείο που κάνει τ’ άτομα που εντάσσονται σ’ αυτή να νιώθουν ξεχωριστά, να νιώθουν πως κάτι τους διαφοροποιεί απ’ όλους τους υπόλοιπους και ταυτόχρονα τους κρατάει ενωμένους. Κι αν σας μπέρδεψα, έρχομαι αμέσως να εξηγήσω ότι δεν εννοώ τίποτα άλλο πέρα απ’ τα κοινά βιώματα των ανθρώπων αυτών, τις συνήθειες της εποχής τους, τον τρόπο σκέψης τους, ακόμα και το ντύσιμό τους.
Ίσως ήδη πολλοί απ’ εσάς να έχετε πιάσει το νόημα και το μυαλό σας να πλημμυρίζει τώρα απ’ τα χαρακτηριστικά της δικής σας γενιάς. Εύκολα οι νεότεροι ανατρέχετε στην τεχνολογία. Smartphones, tablet κι ένα σωρό γκατζετάκια. Ίσως οι παλαιότεροι να θυμάστε τα παιδιά των λουλουδιών. Κάποιοι ακόμα κρατάνε τους λατρεμένους δίσκους βινυλίου. Άλλοι πάλι τη συλλογή τους από κασέτες. Ποιος ξεχνάει τα τεράστια πρώτα κινητά; Τους φορητούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές; Τη φωτογραφική με φιλμ;
Κι ενώ αυτά που διαφοροποιούν γενιά από γενιά δε φαίνεται να ‘ναι και λίγα, εμένα στο μυαλό μου έρχεται τώρα κάτι που πολλές γενιές έχουν μοιραστεί και πολλές γενιές έχουν αγαπήσει. Κάτι που έχει ταυτιστεί απόλυτα με την παιδική μας ηλικία, την ανεμελιά και την αθωότητά μας. Κάτι στο οποίο δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε. Και για να μη σας κρατάω άλλο σ’ αγωνιά, στοιχηματίζω πως δε μεγάλωσα μόνο εγώ τα πρωινά Σαββάτου με παιδικά στην τηλεόραση, σωστά;
Και ποιος δεν έχει ξυπνήσει τις επτά το πρωί, χωρίς να έχει σχολείο, απλά για να προλάβει το πρώτο παιδικό; Και ποιος δεν καθόταν μέχρι τις δώδεκα -στην καλύτερη- ξαπλωμένος στον καναπέ, έχοντας φάει τα δημητριακά του κι έχοντας πιει το σοκολατούχο γάλα του, να χαζεύει με τις ώρες κινούμενα σχέδια; Μα το καλύτερο απ’ όλα, ποιος δεν έχει τσακωθεί με τη μητέρα του γι’ αυτό το θέμα; «Μόλις τελειώσει αυτό θα πάω να διαβάσω, μαμά», τουλάχιστον εγώ έτσι της έλεγα κι το «αυτό» δεν τελείωνε ποτέ.
Και δε θα μπορούσα να φανταστώ την παιδική μου ηλικία χωρίς αυτά. Ή μάλλον, καμία παιδική ηλικία δεν μπορεί να θέλει να λέγεται παιδική χωρίς αυτά. Τα παιδικά, καρτούν, κινούμενα σχέδια, όπως θέλετε πείτε τα, αποτύπωναν κι αποτυπώνουν την αφέλεια που έχει κάθε μικρό παιδί. Την αθωότητά του και την ικανότητά του να βλέπει μόνο το καλό. Η αγωνία για το αν ο Τομ θα πιάσει τελικά τον Τζέρι, ή αν το Coyote θα πιάσει επιτέλους το Road Runner (γνωστό σ’ όλους μας ως «μπιπ-μπιπ») θα μ’ ακολουθεί μια ζωή.
Κι αν τα παιδικά αυτά σ’ εσάς δε λένε τίποτα, καμία σημασία δεν έχει γιατί και τa άλλα που θυμάστε μια χαρά ξυπνάνε τα ίδια συναισθήματα. Θυμίζουν γέλια που ηχούσαν σ’ όλο το σπίτι, χαμόγελα ζεστά και μια ανεξήγητη ευτυχία. Μας γυρνάνε πίσω σε παιδικούς φίλους, που ένας Θεός ξέρει από πότε έχουμε να τους δούμε μα μακάρι να γινόταν να τους πάρουμε ένα τηλέφωνο να θυμηθούμε μαζί εκείνα τα πρωινά Σαββάτου. Θυμίζουν, με λίγα λόγια, χρόνια αξέχαστα, στιγμές που θα θέλαμε να μην είχαν τελειώσει.
Και για όσους οι στιγμές αυτές δεν έχουν τελειώσει, γιατί ίσως ακόμη και τώρα ξεκλέβουν χρόνο και παρακολουθούν το αγαπημένο τους παιδικό, είτε μόνοι είτε πλέον με τη συντροφιά των δικών τους παιδιών, ένα έχω να πω. Μπράβο. Μπράβο στους ενήλικες που ζουν ξανά στιγμές αθωότητας, που βάζουν στην άκρη για λίγο τα προβλήματά τους και γεμίζουν χαρά με τα πιο απλά πράγματα. Κρύβουν μέσα τους ακόμη ένα μικρό παιδί.