Αυτισμός: Νέα στοιχεία για τον ρόλο των αντικαταθλιπτικών στην εγκυμοσύνη

Αυτισμός: Νέα στοιχεία για τον ρόλο των αντικαταθλιπτικών στην εγκυμοσύνη

Αυτισμός

Η λήψη αντικαταθλιπτικών στην εγκυμοσύνη αποτελεί κατά καιρούς αντικείμενο επιστημονικής διαμάχης.

[babyPostAd]Παλαιότερη καναδική έρευνα, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες που παίρνουν αντικαταθλιπτικά κατά το δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, αντιμετωπίζουν σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο (αυξημένο κατά 87%) να γεννήσουν παιδί με αυτισμό.

Όμως ο απόλυτος κίνδυνος αυτισμού είναι μικρός, καθώς αφορά περίπου το 1% των παιδιών.

Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι τόσο οι γενετικοί παράγοντες (κληρονομικότητα), όσο και οι περιβαλλοντικοί, μπορεί να συμβάλουν στην εκδήλωση αυτισμού στο παιδί.

Η σχέση αντικαταθλιπτικών στη εγκυμοσύνη και αυτισμού απασχόλησε πρόσφατα Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, οι οποίοι μελέτησαν στοιχεία που αφορούσαν 254.610 άτομα, 4-17 ετών, περιλαμβανομένων και 5.378 με αυτισμό, που ζούσαν στην Στοκχόλμη την περίοδο 2001-11.

Τα παιδιά των γυναικών που υποβάλλονταν σε αντικαταθλιπτική αγωγή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είχαν 41% περισσότερες πιθανότητες να πάσχουν από αυτισμό. Ωστόσο, ο απόλυτος κίνδυνος παρέμενε μικρός, δηλαδή 4,1 περιπτώσεις αυτισμού ανά 100 παιδιά.

Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι ακόμα κι αν η σχέση μεταξύ αντικαταθλιπτικών φαρμάκων και αυτισμού είναι αιτιολογική, μόνο το 2% όλων των περιπτώσεων θα μπορούσε να προληφθεί αν καμιά γυναίκα με ψυχιατρική διαταραχή δεν έπαιρνε αντικαταθλιπτικά κατά την κύηση.

Ο Ιαν Τζόουνς, καθηγητής Ψυχιατρικής και διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Ψυχικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ σχολιάζει: «Είναι πιθανόν ο υψηλότερος κίνδυνος αυτισμού να αποδίδεται στα φάρμακα, αλλά μπορεί επίσης να οφείλεται και στις επιπτώσεις της ψυχικής διαταραχής για την οποία συνταγογραφούνται τα αντικαταθλιπτικά. Δεδομένου ότι μελέτες σε οικογένειες με αυξημένα ποσοστά ψυχικών διαταραχών μεταξύ των γονέων έχουν εντοπίσει και υψηλή συχνότητα αυτισμού στους απογόνους, είναι πιθανό να υπάρχει γενετική σχέση μεταξύ των δύο καταστάσεων».

Η νέα έρευνα δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο BMJ.

Πηγή: onmed.gr