Ζυρίχη
Κληρονομικό φαίνεται ότι είναι το ψυχικό στρες επηρεάζοντας ολόκληρες γενιές ανθρώπων, χωρίς μάλιστα να έχουν μεσολαβήσει γενετικές αλλαγές, υποστηρίζουν ελβετοί ερευνητές σε άρθρο τους που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Nature Neuroscience.
Ο βιολογικός μηχανισμός πίσω από τη μεταβίβαση των τραυμάτων
Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που εντοπίζει τον βιολογικό μηχανισμό ο οποίος σχετίζεται με τον τρόπο που οι γονείς μεταβιβάζουν στα παιδιά και τα εγγόνια τα ψυχικά τραύματα τους, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο των τελευταίων να εκδηλώσουν ψυχικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη, η σχιζοφρένεια και η διπολική διαταραχή.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Ιζαμπέλ Μανσουί του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης, είχαν ενδείξεις ότι οι σοβαρές τραυματικές εμπειρίες μπορούν να επηρεάσουν τους απογόνους και τα ψυχοσωματικά σοκ να επιφέρουν χημικές – κυτταρικές αλλαγές, οι οποίες κληρονομούνται στις επόμενες γενιές. Έτσι, ένα ψυχικό τραύμα μπορεί να προκαλέσει κατάθλιψη και άλλες διαταραχές της συμπεριφοράς, που κληρονομούνται στα παιδιά ή ακόμη στα παιδιά των παιδιών κ.ο.κ.
Περιπτώσεις κληροδότησης ψυχικών τραυμάτων από γενιά σε γενιά έχουν παρατηρηθεί στα παιδιά των βετεράνων του πολέμου του Βιετνάμ, στα οποία έχουν καταγραφεί υψηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό. Επίσης, τα παιδιά των ανθρώπων που επιβίωσαν της γενοκτονίας των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη έχουν υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης και αγχωδών διαταραχών.
«Υπάρχουν ασθένειες όπως η διπολική διαταραχή που εμφανίζονται σε ολόκληρες οικογένειες, αλλά δεν είναι δυνατό να αναχθεί η αιτία τους σε κάποιο συγκεκριμένο κληρονομούμενο γονίδιο», εξηγεί η δρ Μανσουί. Το ερώτημα μέχρι σήμερα ήταν πώς ακριβώς γίνεται η «μεταφορά» της τραυματικής εμπειρίας από γενιά σε γενιά (όχι με κάποιο γονίδιο, αλλά με επιγενετικό – χημικό τρόπο).
«Κλειδί» τα microRNAs
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η έκθεση σε υψηλά επίπεδα στρες αλλάζει την παραγωγή των microRNAs που βοηθάνε στη ρύθμιση και έκφραση των γονιδίων. Τα μόρια αυτά υπάρχουν και στο σπέρμα, οπότε πιθανότατα συνιστούν το «όχημα» μέσω του οποίου μεταβιβάζεται στο γονιμοποιημένο ωάριο το ψυχο-βιολογικό «αποτύπωμα» του τραύματος. Με άλλα λόγια, το σπέρμα «ανταποκρίνεται» στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος (ιδίως στα στρεσογόνα) και επηρεάζεται από αυτά – πράγμα το οποίο, παρεμπιπτόντως, δείχνει την καθοριστική σημασία που έχει η υγεία του υποψήφιου πατέρα και όχι μόνο της μητέρας.
Οι μελέτες στα πειραματόζωα έδειξαν ότι όταν τα ποντίκια εξετίθεντο στο στρες, εμφάνιζαν συμπτώματα κατάθλιψης και επιβράδυνση του μεταβολισμού τους. Τα ίδια ακριβώς συμπτώματα ήταν ορατά στους απογόνους τους, παρόλο που οι τελευταίοι δεν είχαν ποτέ εκτεθεί σε καταστάσεις στρες (τραυματικές εμπειρίες). Μάλιστα, παρόμοια συμπτώματα ήταν αισθητά ακόμη και μετά από τρεις γενιές ζώων.
«Καταφέραμε να δείξουμε για πρώτη φορά ότι οι τραυματικές εμπειρίες επηρεάζουν τον μεταβολισμό μακροπρόθεσμα και ότι αυτές οι αλλαγές κληρονομούνται. Εντοπίζοντας μία ανισορροπία στα microRNAs στο σπέρμα, ανακαλύψαμε έναν παράγοντα-κλειδί μέσω του οποίου το τραύμα περνάει στις επόμενες γενιές. Πιθανότατα, ο μηχανισμός αυτός αποτελεί κρίκο μιας ευρύτερης αλυσίδας γεγονότων, που πυροδοτούνται μόλις το σώμα αρχίσει να παράγει πολύ μεγάλες ποσότητες ορμονών του στρες», εξηγεί η δρ Μανσουί.
Οι ερευνητές άρχισαν ήδη να μελετούν τον ρόλο των microRNAs σε ανθρώπινα έμβρυα για να δουν κατά πόσο κάτι ανάλογο όντως συμβαίνει και στους απογόνους ανθρώπων που έχουν περάσει κάποιο τραυματικό γεγονός. «Αν ήταν δυνατόν να αποδείξουμε ότι μια ανισορροπία στο αίμα συνδέεται με ένα τραύμα, τότε θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένα τεστ για τη διάγνωση της κληρονομικής κατάθλιψης», ελπίζει η ερευνήτρια.
tovima.gr
Aν σας άρεσε το άρθρο,πατήστε Share… και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!