Από τις πρώτες ώρες της γέννησης, ένα ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα τους γονείς είναι το πόσο τρώει το νεογέννητο.
Για αρκετούς αυτή η ανησυχία συνεχίζεται ακόμη και όταν το παιδί αρχίζει να μεγαλώνει, ιδιαίτερα αν αυτό, χωρίς να υπάρχει οργανική αιτία, αρνείται να φάει. Η ανορεξία μπορεί να εμφανιστεί σταδιακά ή απότομα, συνήθως όμως παρουσιάζεται έπειτα από κάποιο γεγονός, όπως οι ασθένειες, οι εμβολιασμοί, η αλλαγή μπέιμπι σίτερ και άλλες αιτίες.
Αργά ή γρήγορα, η άρνηση του παιδιού να φάει, γεγονός που συνδέεται με την έντονη επιθυμία του να κυριαρχήσει στο περιβάλλον, προκαλεί την αντίδραση της μητέρας που το πιέζει. Παρατηρούμε, λοιπόν, άρνηση του βρέφους να φάει, πίεση της μητέρας και νέα άρνηση και ούτω καθεξής. Κατά συνέπεια, εγκαθίσταται σταδιακά η αρνητική στάση του παιδιού προς την τροφή και φυσικά μια αντίθεση ανάμεσα σ΄ αυτό και τη μητέρα.
Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, διαπιστώνουμε ότι η μητέρα εμφανίζει εμμονή στο τάισμα του παιδιού. Χρησιμοποιεί διάφορες μεθόδους και τεχνάσματα κάθε φορά. Άλλοτε προσπαθεί να το ευχαριστήσει, να παίξει οτιδήποτε για να του προσελκύσει το ενδιαφέρον και άλλοτε περιμένει να είναι νυσταγμένο ή ακόμα του κρατά τα χέρια προσπαθώντας να του ανοίξει το στόμα. Συχνά, αυτή η προσπάθεια καταλήγει σε εμετό. Αναμφίβολα, το παιδί βγαίνει «νικητής» απ’ αυτή την «μάχη» και η μητέρα εξαντλημένη και απαισιόδοξη.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η ανορεξία είναι ανεξάρτητη από την ανάπτυξη του βρέφους, που αρχίζει να μεγαλώνει και συχνά να παχαίνει. Σπάνια είναι τόσο σοβαρή, ώστε να διαταράξει την καμπύλη της ανάπτυξης του βάρους ή του ύψους του βρέφους. Παράλληλα, η ανορεξία μπορεί να συνοδεύεται από δυσκοιλιότητα κάτι που απαιτεί άλλη αντιμετώπιση. Ενδεχομένως, το παιδί να δέχεται την τροφή μόνον από συγκεκριμένα άτομα, όπως ο πατέρας, η γιαγιά ή η μπέιμπι σίτερ. Συχνά αρνείται όλες τις στερεές τροφές και προτιμά να πίνει υγρά, όπως γάλα, και μάλιστα σε μεγάλες ποσότητες, με αποτέλεσμα τον αποπροσανατολισμό των γονιών, που δεν θεωρούν ότι αυτό αποτελεί ανορεξία.
Η μητέρα βιώνει αυτήν τη συμπεριφορά ως άμεση άρνηση επικεντρωμένη στην ίδια, αγωνιά και δεν έχει πια την απαραίτητη υπομονή. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, το γεύμα παύει να αποτελεί κάλυψη της ανάγκης του παιδιού για τροφή και ικανοποίηση, και γίνεται πηγή άγχους, που ξεκινά από την ίδια. Η ψυχολογική προέκταση της άρνησης και η συγκρουσιακή κατάσταση που αυτή υποδηλώνει, γίνονται πιο φανερές όσο το παιδί μεγαλώνει. Η εξέλιξη ποικίλλει. Στις περισσότερες περιπτώσεις και εφόσον οι γονείς έχουν ζητήσει την βοήθεια ειδικού, οι δυσκολίες γρήγορα ελαττώνονται. Ωστόσο, αν η διαταραχή παραμένει για μακρό χρονικό διάστημα, χωρίς να έχει ζητηθεί κάποια ειδική βοήθεια, μπορεί να μετατραπεί σε χρόνια.
Αντιθέτως, δεν υπάρχει καμιά εξελικτική σχέση με την νευρική ανορεξία των εφήβων, που παραμένει μια άλλη ειδική κατηγορία. Το παιδί μεγαλώνει, αλλά παραμένει αδύνατο. Παρά την εμφάνισή του, είναι αρκετά ζωηρό, συχνά με μεγάλη φυσική αντοχή.
Με την πάροδο των χρόνων, η άρνηση αυτή μπορεί να μετατοπιστεί από την οικογένεια στο σχολείο με την μορφή της σχολικής αδιαφορίας ή αλλού. Όταν η διαταραχή είναι χρόνια, τα δευτερεύοντα οφέλη που έχει αποκτήσει το παιδί μπαίνουν εμπόδιο σε κάθε εξέλιξη.
Συχνά τα κίνητρα των γονιών για την επίσκεψη σε ειδικό είναι οι εμετοί, οι πόνοι στην κοιλιά κ.λπ. δηλαδή τελείως διαφορετικά από τα πραγματικά αίτια της ανορεξίας.