Πέντε ερωτήσεις και απαντήσεις για την εξωμήτριο κύηση!
Μετά τη γονιμοποίηση υπό κανονικές συνθήκες το γονιμοποιημένο ωάριο (ζυγωτό) μετακινείται δια των σαλπίγγων προς την ενδομητρική κοιλότητα. Κατά τη διάρκεια της μετακίνησης αυτής το ζυγωτό διαιρείται. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, που το έμβρυο δεν εμφυτεύεται, όπως θα έπρεπε στην ενδομητρική κοιλότητα, αλλά εκτός αυτής. Αυτές είναι και οι περιπτώσεις της εξωμήτριου ή έκτοπου κύησης.
Του Μενέλαου Κ. Λυγνού Μαιευτήρα Χειρουργού Γυναικολόγου
Η πιθανότητα εμφάνισης εξωμήτριου κύησης τοποθετείται σήμερα από διάφορες μελέτες περίπου στο 1,8% με 2% των κυήσεων.
Το κύημα είναι δυνατόν αντί να εμφυτευθεί εντός της ενδομητρικής κοιλότητας, όπως είναι και το φυσιολογικό, να εμφυτευθεί σε διάφορες έδρες εκτός αυτής.
Η συντρηπτική πλειοψηφία (το 95%) των εξωμήτριων κυημάτων εντοπίζεται εντός των σαλπίγγων. Υπάρχει όμως και η πιθανότητα το κύημα να εμφυτευθεί σε κάποιο σημείο της κοιλιακής χώρας ή στις ωοθήκες. Επίσης μπορεί να εμφυτευθεί μέσα στη μήτρα, αλλά σε λανθασμένο σημείο αυτής. Έτσι μπορεί να εντοπισθεί στον τράχηλο της μήτρας, στο σημείο που η σάλπιγγα συναντά την ενδομητρική κοιλότητα ή ακόμα και εντός του μυϊκού τοιχώματος της μήτρας.
Η εμφύτευση του κυήματος εκτός ενδομητρίου κοιλότητος έχει ως αποτέλεσμα το έμβρυο να μην βρίσκει τον απαραίτητο χώρο, για να αναπτυχθεί. Έτσι η αύξηση του μεγέθους του εμβρύου γίνεται εις βάρος των παρακείμενων ιστών. Σε κάποιο σημείο οι ιστοί αυτοί φθάνουν σε ρήξη κάτω από την πίεση του εμβρύου, το οποίο αυξάνει σε μέγεθος, και προκαλείται αιμορραγία εν δυνάμει επικίνδυνη για την υγεία της γυναίκας.
Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες, που επηρεάζουν τις πιθανότητες για εξωμήτριο κύηση.
Η ηλικία και ο αριθμός των τοκετών αυξάνει την πιθανότητα για εξωμήτριο κύηση. Η πιθανότητα αυτή κορυφώντεται στο ηλικιακό φάσμα από 35 εώς και 44 ετών με τα ποσοστά να φθάνουν και το 2,7% επί του συνόλου των κυήσεων στις ηλικίες αυτές.
Επίσης μπορεί να προκληθεί λόγω προγενέστερης φλεγμονής στην περιοχή της πυέλου από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Το μικρόβιο, που έχει συνδεθεί είναι τα Χλαμύδια. Η δράση του μικροβίου αυτού αυξάνει τις πιθανότητες για εξωμήτριο κύηση, δια των αλλοιώσεων, που προκαλούνται στις σάλπιγγες.
Η διαδικασία τόσο της εξωσωματικής γονιμοποίησης, όσο και της σπερματέγχυσης φαίνεται πως προκαλεί ελαφρά αύξηση της πιθανότητας εμφάνισης εξωμητρίου κύησης.
Ελαφρά αύξηση της εμφάνισης εξωμήτριου κύησης παρατηρείται και κατά τη χρήση ενδομήτριου σπειράματος (spiral) στα πλαίσια αντισύλληψης.
Μερικές γυναίκες, αφού απέκτησαν όσα παιδιά ήθελαν, επιλέγουν τη στειροποίηση με διατομή των σαλπίγγων και απολίνωσή τους (περίσφιξής τους δηλαδή) ως μόνιμη μέθοδο αντισύλληψης, αφού έτσι αποτρέπεται η συνεύρεση του ωαρίου με τα σπερματοζωάρια. Η στειροποίηση αυξάνει αρκετά τις πιθανότητες για εξωμήτριο κύηση ειδικά τα 2 πρώτα έτη μετά την επέμβαση.
Ένας ακόμη παράγων που αυξάνει την πιθανότητα μέχρι και 2 φορές είναι το κάπνισμα. Φαίνεται πως η πιθανότητα αυτή αυξάνεται ανάλογα προς τον αριθμό των τσιγάρων που η γυναίκα καπνίζει ημερησίως.
Η διάγνωση εξωμήτριου κύησης προϋποθέτει προσοχή και εγρήγορση. Υπάρχει η λεγόμενη κλασσική τριλογία των συμπτωμάτων της εξωμήτριου κύησης, που περιλαμβάνει το κοιλιακό άλγος, την κολπική αιμόρροια και την ανίχνευση μάζας κατά την αμφίχειρη γυναικολογική εξέταση.
Σήμερα έχουμε τόσο εργαστηριακές εξετάσεις, όσο και το διακολπικό υπερηχογράφημα, που μπορούν να επισπεύσουν τη διάγνωση. Όμως ακόμα και με τα μέσα αυτά πολλές φορές η διάγνωση είναι δύσκολη.
Όταν η συμπτωματολογία μας κάνει να υποψιαστούμε εξωμήτριο κύηση μία πρώτη εξέταση είναι η μέτρηση των επιπέδων της β χοριακής γονιδοτροπίνης (β-hcg), της ορμόνης της κύησης. Διαδοχικές μετρήσεις των επιπέδων της ορμόνης αυτής στο αίμα, είναι δυνατόν να μας δώσουν κάποια επιπλέον στοιχεία στην προσπάθεια εντοπισμού της εξωμήτριου κύησης.
Πολύ χρήσιμος στα πλαίσια της διάγνωσης εξωμήτριου κύησης είναι και ο υπερηχογραφικός έλεγχος. Αν γίνει διακολπικό υπερηχογράφημα, όταν τα επίπεδα της β-hcg στο αίμα είναι από 1000 μέχρι 2000 mIU/ml και δεν εντοπισθεί κύημα εντός της μήτρας, τότε αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες για εξωμήτριο κύηση.
Αυτά τα επίπεδα β-hcg υφίστανται σε πολύ αρχικά στάδια της κύησης. Τότε το κύημα είναι πολύ μικρό και είναι σχεδόν αδύντατο να το εντοπίσουμε ετκός της μήτρας, ενώ εντός της μήτρας, όπου και ο χώρος εξέτασης είναι περιορισμένος, εντοπίζεται σχετικά εύκολα. Έτσι η υποψία εξωμήτριου κύησης προκύπτει έμμεσα: αφού δεν βλέπουμε κύημα μέσα στη μήτρα και η κύηση υπάρχει, όπως φαίνεται από τα επίπεδα της β-hcg, τότε μάλλον η κύηση είναι εξωμήτριος.
Με τον υπερηχογραφικό έλεγχο είναι όμως δυνατόν να εντοπίσουμε το κύημα εκτός μήτρας, αν η κύηση έχει προχωρήσει και αυτό είναι αρκετά μεγάλο. Έτσι στην περίπτωση αυτή δεν μιλάμε πια για υποψία αλλά για βεβαιότητα ύπαρξης εξωμήτριου κύησης.
Χρήσιμη είναι και η διαγνωστική απόξεση. Όταν σε μία γυναίκα ανιχνεύονται επίπεδα β-hcg στο αίμα, που υποδηλώνουν κύηση, παρουσιάζεται επίμονη κολπική αιμόρροια και δεν φαίνεται στο διακολπικό υπερηχογράφημα ενδομήτριος σάκος κύησης, τότε οι πιθανότητες είναι βασικά δύο: ή η κύηση είναι ενδομήτριος, αλλά βρίσκεται σε διαδικασία εκβολής (δηλαδή πρόκειται για αποβολή ενδομήτριου κύησης) ή έχουμε μια εξωμήτριο κύηση. Τότε στη γυναίκα προτείνεται η θεραπευτική απόξεση του ενδομητρίου. Με την επέμβαση αυτή, αν πρόκειται για ενδομήτριο κύηση, αφενός σταματάμε την αιμορροια, αφετέρου καθαρίζουμε την ενδομητρική κοιλότητα και την προετοιμάζουμε για επόμενη κύηση.
Το υλικό που αφαιρείται αποστέλλεται για παθολογοανατομική εξέταση και ο παθολογοανατόμος μας πληροφορεί σχετικά με τη ύπαρξη ή όχι χοριακών λαχνών. Οι χοριακές λάχνες είναι τα αρχικά εμβρυϊκά στοιχεία.
Αν λοιπόν στο αποσταλέν υλικό εντοπίζονται εμβρυϊκά στοχεία, τότε θεωρούμε πως πρόκειται για ενδομήτριο κύηση, η οποία απεβλήθη, αν όμως δεν εντοπισθούν εμβρυϊκά στοιχεία, τότε αυτό μας κάνει να υποψιασθούμε την πιθανότητα η κύηση να ήταν εξωμήτριος.
Αν η εξωμήτριος κύηση εντοπισθεί σε αρχόμενα στάδια και πληροί κάποια κριτήρια, τότε η αντιμετώπισή της μπορεί να είναι συντηρητική.
Στις περιπτώσεις αυτές, αντί για χειρουργική αντιμετώπιση, μπορούμε να επιλέξουμε κάποιο φαρμακευτικό θεραπευτικό πρωτόκολλο. Με τη φαρμακευτική αυτή αγωγή η εξωμήτριος κύηση αποπίπτει (καταστρέφεται), χωρίς να προκληθεί η πραμικρή ζημιά στους παρακείμενους ιστους, δηλαδή στις σάλπιγγες στην πλειονότητα των περιπτώσεων.
Εξάλλου, η φαρμακευτική θεραπεία λαμβάνει χώρα σε επίπεδο εξωτερικού ιατρείου και μετά την ένεση του φαρμάκου, η γυναίκα επιστρέφει σπίτι της. Φυσικά ακολουθεί παρακολούθηση των επιπέδων της β-hcg, τα οποία πρέπει να φθίνουν, ώστε να επιβεβαιωθεί η επιτυχία της χορηγηθήσας θεραπείας.
Εντούτοις, η πιο συνήθης μέθοδος θεραπείας της εξωμήτριου κύησης είναι η χειρουργική αντιμετώπιση. Στη πλειονότητα των περιπτώσεων ακολουθείται η λαπαροσκοπική οδός ακόμα και όταν έχει επέλθει ρήξη της εξωμήτριου κύησης και των πρακείμενων ιστών και αιμόρραγία εντός της κοιλιάς. Με τη λαπαροσκοπική μέθοδο επιτυγχάνεται πληρης ίαση με την ελάχιστη δυνατή ταλαιπωρία και η γυναίκα συνήθως μπορεί να επιστρέψει στο σπίτι της την επομένη της επέμβασης και στις καθημερινές της ασχολίες εντός 2 ή 3 ημερών.
Σήμερα η ανοικτή λαπαροτομία, δηλαδή η διάνοιξη της κοιλιάς, έχει περιορισμένη εφαρμογή στη θεραπεία της εξωμήτριου κύησης.
Η εξωμήτριος κύηση είναι λοιπόν μία περίπτωση ιατρικού επείγοντος, του οποίου η διάγνωση προϋποθέτει εγρήγορση και μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την υγεία της γυναίκας, αλλά τελικά με τα σύγχρονα μέσα, που διαθέτουμε, η θεραπεία έχει εξαιρετικά ποσοστά επιτυχίας.
Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD – ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ – Master of Science University College London Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας – http://www.eleftheia.gr/ – E-mail: [email protected]