By
Πάλι ξύπνησα με αυτό το χαρακτηριστικο κενό στο στομάχι. Δεν ξέρω τελικά αν είναι πείνα τούτο το περίεργο συναίσθημα που νιώθω ή μια γενικότερη στέρηση που εκτείνεται στο υπόλοιπο κορμί μου και σταδιακά με αγγίζει όπως η κρυάδα από το σβέρκο μέχρι τα νύχια. Πάει καιρός που βρίσκομαι σε αυτήν την ακαθόριστη κατάσταση, αγκαλιά με μπερδεμένες αισθήσεις και παραισθήσεις που πάνε κι έρχονται και ξαναπάνε. Τις περισσότερες φορές ξεχνιέμαι και προτιμώ να κάθομαι έτσι, στην κουλουριασμένη μου στάση με τις ώρες, τις μέρες, ίσως και τις εβδομάδες, σε μια προσπάθεια μήπως και καταφέρω να καταργήσω το χρόνο, άλλοτε το πετυχαίνω, άλλοτε όχι, άλλοτε ο χρόνος καταφέρνει και καταργεί εμένα. Συχνά μού είναι δύσκολο να καταλάβω αν πριν λίγο ξημέρωσε ή αν τώρα που άνοιξα τα κολλημένα μου μάτια είναι πρωί ή απόγευμα ή χαράματα ή μεσημέρι, εξάλλου με τα μονίμως κλειστά πατζούρια είναι καθαρά θέμα τύχης να μαντέψεις σε ποια φάση από την ημέρα βρίσκεσαι. Που και που πανικοβάλομαι με το πού ξεβγώ από αυτόν το βαθύ μου ύπνο, η καρδιά μου τινάζεται δυνατά λες κι ανατινάζεται κι ύστερα καταλαγιάζει πάλι και μετά αναστατώνεται ξανά, αυτό το φαινόμενο μπορεί να επαναληφθεί δεκάδες φορές μέχρι να βυθιστώ μέσα στα ατέλειωτά μου όνειρα εξαντλημένος. Κι είναι όνειρα που δε μ’ αφήνουν σε ησυχία, βλέπω για νεκρούς τους ζωντανούς και για ζωντανούς τους πεθαμένους, φωνάζω με όση φωνή έχω την ίδια στιγμή που φαίνομαι βουβός, ακούω ήχους εκκωφαντικούς ενώ την ίδια ώρα δεν μπορώ να τους ακούσω, μπαμ, άνοιξε ρε φοβιτσιάρη μαλάκα, ποιος είναι, κρύψου, σώπα, κανείς δεν είναι, σώπα, κανείς.
Μοιάζει όλο αυτό με παιχνίδι παιδικό, λες και προσπαθώ να κρυφτώ από τους άλλους αλλά κι από τον εαυτό μου τον ίδιο, δεν είμαι σίγουρος πια για το ποιός με τρομάζει περισσότερο, το μόνο βέβαιο είναι ότι κάπου έχασα τον έλεγχο αυτής της κατάστασης, τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα φανταζόμουνα, κανονικά θα έπρεπε τώρα να είμαι ήρεμος κι ευτυχισμένος, να τρέχω εκεί έξω με τους συμφοιτητές μου και να χαιρόμαστε και να γελάμε, να απολαμβάνουμε όλο αυτό το ιδανικό που λέγεται φοιτητική ζωή και που θυμάμαι να το φαντάζομαι από μικρό παιδάκι. Ήταν μεγάλη υπόθεση το ότι έφυγα επιτέλους για πρώτη φορά από το χωριό μου, να μπορώ να διαχειρίζομαι την καθημερινότητά μου όπως θέλω, να ξυπνάω και να κοιμάμαι όποτε γουστάρω, να διαλέγω τους φίλους κι εκείνοι να διαλέγουν εμένα, να μάθω να τακτοποιώ πράγματα, υποχρεώσεις, να ερωτευτώ, να απογητευτώ και να ερωτευτώ πάλι, να σπουδάσω και να κάνω τους γέρους μου υπερήφανους, έτσι αυτονομή προσωπικότητα καθώς θα γίνω. Κι αντί να συμβούνε όλα αυτά, κάθομαι τώρα εδώ, ακίνητος και τρομαγμένος, είναι κι αυτό το κλάμα μου που δεν έχει τελειωμό, παλιμπαιδίζω, είναι πολύ περίεργο το ότι κοτζάμ άντρας κλαψουρίζω σαν μωρό παιδί, συμπεριφέρομαι λες κι είμαι νήπιο που το άφησαν οι γονείς του για πρώτη ημέρα στο σχολείο κι όλο στρέφω το βλέμμα προς τη μανούλα μου που μου αφήνει το χέρι και που φεύγει και χάνεται, όπως απομακρύνεται, κι εγώ παλεύω με αυτόν τον κόμπο στο λαιμό και δακρύζω κι όταν έρχονται τα μεγαλύτερα παιδιά και με πειράζουν φοβάμαι και τρέχω πάλι προς τα εκεί και φωνάζω, τρέχω, μαμά, μαμά, με κυνηγάνε, σώπα, κανείς δεν είναι, σώπα, κανείς.
Σχεδόν σε κάθε φάση αυτής της μικρούλας μου ζωής θυμάμαι να με πειράζουν οι άλλοι και μονίμως κανείς από όσους ήτανε υποτίθεται κοντά μου να μη μου δίνει σημασία και να με λένε όλοι υπερβολικό και αγαθιάρη. Ειδικά στο σχολείο, από το δημοτικό μέχρι το λύκειο, είναι τόσα που θυμάμαι αλλά και δεν θέλω να θυμάμαι. Όπως τότε, εκείνο το ξημέρωμα που πήρα το δρόμο για να πάω στο μάθημα κι έτσι, όπως πήγαινα, είδα όλο το χωριό γεμάτο με φωτοτυπημένες αφίσες πάνω στις ξύλινες κολώνες που είχαν μια φωτογραφία μου στη μέση και γράφανε από κάτω τη λέξη “μαϊμού” κι ύστερα από λίγο όλοι τους άρχισαν να με φωνάζουν έτσι και να κάνουν κινήσεις πιθήκου με το που με έβλεπαν να περνάω δίπλα τους. Αλλά και μετά, την πρώτη κιόλας ημέρα που πήγα στο Γυμνάσιο, με είχαν προειδοποιήσει μήνες πριν ότι και μόνο που θα εμφανιστώ εκεί και θα περάσω την καγκελόπορτα από αυτό το νέο μου σχολειό θα έπρεπε να υποστώ μια ειδική δοκιμασία, ήμουν κάτι σαν νεοσύλλεκτος κι έπρεπε να αποδείξω ότι, πέρα από τα μαθήματα και τους βαθμούς, είχα να δώσω κι άλλου είδους εξετάσεις για να γίνω ο πιο καλός ο μαθητής. Και θυμάμαι ότι, έτσι όπως κουβάλαγα ανύποπτος την τσάντα μου στον ώμο, ήρθαν από πίσω με ποδοβολητά και σκόνη και πέτρες κατά πάνω μου και με σπρώχνανε και με πετούσαν κάτω να γλείψω τα χώματα και με πατούσανε στην πλάτη και μετά με σηκώνανε όρθιο με το στανιό και με βάζανε να παίξω ξύλο με παιδιά που μου ρίχνανε γροθιές στην κοιλιά δίχως ούτε να τα ξέρω, δώστου κι άλλη ρε, μην κολώνεις, και ξέφευγα και πήγαινα προς τους καθηγητές που κοιτούσαν πέρα, κύριε, κύριε, με χτυπάνε, σώπα, κανείς δεν είναι, σώπα, κανείς.
Σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης διδάχτηκα κι από έναν καινούργιο εκφοβισμό, όπως περνούσανε οι τάξεις, έτσι ανέβαινε θαρρείς και το επίπεδο δυσκολίας όσων είχα να αντιμετωπίσω. Γι’ αυτό κι η αποκορύφωση ήρθε στο Πανεπιστήμιο. Από την πρώτη στιγμή, όταν ήρθα σε τούτη την απομονωμένη τη σχολή, ένιωσα εκείνο το αποκρουστικό ρίγος να διατρέχει τη σπονδυλική μου στήλη, σαν από προαίσθημα, εξάλλου ήμουν καλά εκπαιδευμένος, ώστε να μυρίζομαι όπως το σκυλί τον επερχόμενο κίνδυνο. Μόνο που είχα ανέκαθεν αυτό το ελάττωμα, αντί να γαβγίζω και να αντεπιτίθεμαι, καθόμουν στη γωνιά μου και δεχόμουνα τον εξευτελισμό χωρίς αντίσταση, έτσι καθώς τραβάγανε οι άλλοι τα κρεμασμένα αυτιά μου. Και το ‘ξερα, είχα δει εκείνη την περίεργη παρέα με τους γεροδεμένους τεταρτοετείς, εκείνους που καθόντουσαν μονίμως στα ίδια τραπέζια όλοι μαζί, την ώρα που ερχόντουσαν στη λέσχη για να φάνε και χασκογελούσανε και βροντοφωνάζανε δυνατά με την περίεργη, την ντόπια τη λαλιά τους, πετώντας προς το μέρος μου τους τσίγκινους τους δίσκους, τόσο που ένας με πήρε ξόφαλτσα μια φορά όταν έμεινα να τους κοιτάζω με ανοιχτό το στόμα. Κι όταν καταλάβανε ότι με έχουν του χεριού τους μάθανε που μένω και καταφέρανε με τον καιρό να με κάνουν το μικρό τους παιχνιδάκι, τη μια με δένανε χειροπόδαρα, την άλλη με βάζανε μέσα στις ντουλάπες και με κλειδώνανε για ώρες εκεί μέσα, και μου πετάγανε κέρματα για να πω κι ένα τραγούδι, μόνο έτσι με λύσανε ένα βράδυ που ξελαρυγγιάστηκα από κλάμματα τραγουδιστά, και πήγα και τα είπα όλα στον διευθυντή από τη σχολή την επόμενη μέρα, διευθυντά, διευθυντά, με πονάνε, σώπα, κανείς δεν είναι, σώπα, κανείς.
Έναν καλό φίλο όλο κι όλο μπόρεσα να κάνω και μόνο αυτός έδειχνε να αντιλαμβάνεται ότι βρισκόμουν μονίμως σε κατάσταση κινδύνου. Πριν καιρό ήρθε και με βρήκε να προσπαθώ να κουρέψω μόνος μου το κεφάλι μου με τη σμπαραλιασμένη μου ξυριστική μηχανή, θυμάμαι, με πόση απορία γέμισε το πρόσωπό του όταν με αντίκρισε έτσι με το κακοκουρεμένο μου κρανίο που αλλού είχε δέρμα κι αλλού τρίχες πετσοκομένες σαν ρίζες άγριες. Του είπα ότι έχω μερικές ιδέες για το πώς θα μπορούσα να αλλάξω μορφή και συνήθειες, ότι ήθελα να κάνω ορισμένα κόλπα για να μην μπορούν πια να με αναγνωρίσουν, ότι είχα σκοπό να εξαφανιστώ από προσώπου γης, μήπως και γλυτώσω. Του είπα ότι αν τυχόν αρχίσουν όλοι να με ψαχνουν και δεν μπορούνε να με βρούνε θα σημαίνει ότι το σχέδιό μου πέτυχε και ότι θα έχω βρει πλέον τη γαλήνη που ψάχνω να βρω από τότε που ξεκίνησαν όλα αυτά τα βάσανα που με ταλαιπωρούνε. Του είπα να μην ανησυχεί ακόμα κι αν περάσει χρόνος πολύς, χωρίς να έχει νέα μου, αυτό ίσως και να αποδεικνύει ότι παλεύω με τους δαίμονες που έχω μέσα μου και ότι ίσως είμαι κοντά στο να τους νικήσω μια και καλή. Του είπα να διπλοκλειδώσει την πόρτα σε εκείνο το δωμάτιο από την εστία τής ντροπής και να πετάξει το κλειδί στη λίμνη. Του είπα ότι αν έρθουν προς τα εδώ, να τους πει ότι δεν ξέρει που βρίσκομαι και ότι ακόμα κι αυτός με ψάχνει. Του είπα ότι όποια πόρτα κι αν σπάσουν, θα έχω φροντίσει να κρυφτώ καλά. Του είπα ότι όσους αστυνόμους και τηλεοπτικούς ερευνητές κι αν φέρουν, ακόμα και νεκρός να είμαι μπροστά τους, κάτω από τη μύτη τους, θα πούνε πάλι αυτό που όλοι τους λένε κάθε φορά που στο τέλος χάνομαι.
Κανείς δεν είναι, κανείς.