Να πιέσω το παιδί μου να κόψει την πάνα;
Η εκμάθηση της χρήσης της τουαλέτας είναι κάτι που συχνά προκαλεί ερωτηματικά στους γονείς, κυρίως ως προς το πότε είναι η σωστή περίοδος έναρξής της και σε κάποιες περιπτώσεις τροφοδοτεί συγκρούσεις στη σχέση τους με το παιδί. Πολλές φορές οι μητέρες αγχώνονται όταν προγραμματίζουν την εισαγωγή του παιδιού τους σε κάποιο παιδικό σταθμό που θέτει ως προϋπόθεση να έχει αυτονομηθεί ως προς το θέμα της τουαλέτας ή οδηγούνται σε βιαστικούς χειρισμούς επηρεαζόμενες από συζητήσεις με μητέρες που «περηφανεύονται» για το πόσο νωρίς τα δικά τους παιδιά κατέκτησαν τον έλεγχο των σφιγκτήρων.
[babyPostAd]Είναι αλήθεια πως ορισμένα παιδιά κόβουν σχεδόν από μόνα τους την πάνα, ενώ άλλα χρειάζονται περισσότερο χρόνο. Συχνά ακούγεται η άποψη ότι τα προβλήματα των παιδιών σε σχέση με την εκμάθηση της τουαλέτας συνδέονται με λανθασμένους χειρισμούς των γονέων, όπως για παράδειγμα η πρόωρη αφαίρεση της πάνας ή η χρήση τιμωρητικών μεθόδων σε περίπτωση μη συνεργασίας του παιδιού. Έως ένα σημείο οι απόψεις αυτές είναι βάσιμες. Η βιασύνη και η τιμωρία όταν μιλάμε για εκμάθηση κάτι καινούργιου δεν ήταν ποτέ καλοί σύμβουλοι για κανέναν, ανεξαρτήτως ηλικίας. Όπως υποστηρίζει η Ντολτό (1999), μια μητέρα που «περιορίζει τις ανάγκες του παιδιού της και τις εμποδίζει να ικανοποιηθούν με το ρυθμό τους, που μαλώνει το παιδί της για να κατουρήσει και να ενεργηθεί, το εξαναγκάζει ταυτόχρονα να αποκτήσει αναστολές, ενώ δεν ήταν αυτός ο στόχος της» (σελ. 259). Επιπρόσθετα, ένα παιδί που «εκπαιδεύτηκε» πολύ γρήγορα στη χρήση της τουαλέτας συχνά διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει την κατάκτηση αυτή με την πρώτη συναισθηματική δυσκολία που θα αντιμετωπίσει, καθώς αυτή είναι περισσότερο αποτέλεσμα υποταγής στη θέληση του ενήλικα παρά προϊόν πραγματικής ωρίμανσης και ευχαρίστησης που το ίδιο το παιδί αντλεί από την ικανότητά του να ελέγχει τo σώμα του.
Η διαδικασία για την εκμάθηση της πάνας συνήθως ξεκινά γύρω στα δύο με δυόμιση έτη. Υπάρχουν παιδιά που ξεκινούν και ολοκληρώνουν τη διαδικασία και λίγο νωρίτερα. Η εμπειρία δείχνει πως οι αντιδράσεις ενός παιδιού σε μεταβατικές φάσεις της ανάπτυξης (π.χ. πέρασμα στις στερεές τροφές, εκπαίδευση στην τουαλέτα, εισαγωγή στον παιδικό σταθμό) ποικίλουν και διαφοροποιούνται από παιδί σε παιδί. Κάθε παιδί είναι διαφορετικό, κάθε γονέας είναι διαφορετικός, καθώς επίσης κάθε δυάδα γονέα – παιδιού αναπτύσσει μια διαφορετική δυναμική. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο είναι δύσκολο να δοθούν γενικές απλές οδηγίες για τη σωστή εκπαίδευση στην τουαλέτα οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν με ευκολία από όλους τους γονείς οδηγώντας στα ίδια αποτελέσματα. Σε γενικές γραμμές πάντως, θεωρείται ότι από νευρολογικής άποψης ένα παιδί στην ηλικία των τριάντα μηνών περίπου μπορεί πλέον να ελέγξει τους σφιγκτήρες του, οπότε τα όποια επαναλαμβανόμενα «ατυχήματα» συμβαίνουν από την ηλικία αυτή και έπειτα, ιδίως όσον αφορά στην αφόδευση, συνήθως σχετίζονται με συναισθηματικούς παράγοντες και θέματα σχέσεων μεταξύ παιδιού – γονέων.
Είναι γνωστό πως οι μεταβάσεις της ανάπτυξης αποτελούν φάσεις αλλαγών, στιγμές κατά τις οποίες το παιδί πρέπει να μάθει κάτι νέο αποδεχόμενο αναγκαστικά ότι κάτι «παλιό», με το οποίο είχε συνδεθεί συναισθηματικά και από το οποίο αντλούσε ευχαρίστηση, θα το χάσει. Είναι επίσης στιγμές που του σηματοδοτούν ότι μεγαλώνει και ότι σταδιακά αποχωρίζεται τα στενά πρόσωπα φροντίδας και κατ’επέκταση τη στενή και αποκλειστική σχέση φροντίδας που λάμβανε από αυτά. Είναι αναμενόμενο λοιπόν, κάθε «αποχωρισμός» από κάτι γνώριμο, ευχάριστο και ασφαλές να δημιουργεί αντιφατικά συναισθήματα.
Το παιδί που κόβει την πάνα από τη μία χαίρεται που μεγαλώνει γιατί κερδίζει κάτι από αυτό. Έχει την περιέργεια να μάθει κάτι νέο και νοιώθει περήφανο που κατορθώνει κάτι που του ζητούν οι γονείς του. Αισθάνεται ότι έτσι είναι «καλό», ότι τους κάνει χαρούμενους και ότι γίνεται σταδιακά σαν και αυτούς, ενώ παράλληλα η καλή συνεργασία μαζί τους του δίνει πρόσβαση σε προνόμια και επιβραβεύσεις. Από την άλλη όμως, του «λείπει» να είναι το εξαρτημένο μικρό παιδί που ήταν συνεχώς στο επίκεντρο της φροντίδας των γονέων και του οποίου οι ανάγκες εκπληρώνονταν σχεδόν αυτόματα, πριν καν χρειαστεί να τις εκφράσει. Τώρα κάποια πράγματα θα πρέπει να τα ζητάει από τους γονείς ή τα κάνει μόνο του, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ενδέχεται ένα μικρότερο αδερφάκι να τυγχάνει ακόμα αυτής της ιδιαίτερης, σωματικής κυρίως, φροντίδας που και το ίδιο μέχρι πρότινος απολάμβανε. Είναι λοιπόν σαφές, ότι πολλές φορές οι αντιστάσεις ενός παιδιού στη χρήση της τουαλέτας μπορεί να συνδέονται περισσότερο με το στάδιο ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης που διανύει και λιγότερο με αυτή καθαυτή την «τεχνική» που χρησιμοποιείται για την εκμάθησή της.
Ας μην ξεχνάμε, ότι πέρα από τα θέματα αυτονόμησης και αποχωρισμού του δεύτερου χρόνου της ζωής, γύρω στους δεκαοχτώ μήνες το παιδί αρχίζει να κατανοεί την έννοια των απορριμμάτων και των πολύτιμων πραγμάτων. Αρχίζει να διαφοροποιεί τα αντικείμενα ανάμεσα σε αυτά που πετάμε από αυτά που έχουν αξία και κρατάμε. Αυτή η διαφοροποίηση συμπίπτει χρονικά με την περίοδο που οι γονείς συνήθως αρχίζουν τις προσπάθειες για την εκμάθηση της τουαλέτας με αποτέλεσμα να αναδύονται δύο σημαντικά εμπόδια που δυσκολεύουν την όλη διαδικασία.
Το πρώτο είναι η αποφασιστικότητα με την οποία το παιδί πιστεύει ότι κάτι που προέρχεται από το ίδιο του το σώμα αξίζει, όπως είναι τα κόπρανα και τα ούρα του. Τα παιδιά σε αυτή την ηλικία δεν έχουν αναπτύξει ακόμα την έννοια της «αηδίας» και δεν θεωρούν ότι τα κόπρανα είναι κάτι το δυσάρεστο που θα πρέπει να πεταχτεί (Miller, 2009). Γενικότερα, δεν σκέφτονται όμοια με τους ενήλικες σχετικά με το τι είναι σωστό και τι είναι άπρεπο. Νοιώθουν μια ευχάριστη διέγερση στο σώμα τους κατά την απέκκριση και τα κόπρανα … θεωρούνται κάτι καλό, μάλιστα καλό για να φαγωθούν και για να πασαλειφτούν οι τοίχοι και η κούνια τους […], σταδιακά αναπτύσσονται πιο πολιτισμένα αισθήματα, αργά ή γρήγορα εμφανίζεται η αηδία και εντελώς ξαφνικά, εκεί που το παιδί έτρωγε σαπούνι και έπινε νερό του μπάνιου, γίνεται σεμνότυφο και αποστρέφεται οποιοδήποτε φαγητό μοιάζει με εκκρίματα που (λίγες μέρες πριν), έπιανε με τα χέρια του και τα έχωνε στο στόμα του (Βίννικοτ, 2001, σελ. 115).
Το δεύτερο εμπόδιο έγκειται στο γεγονός ότι τα δύο έτη είναι για τα παιδιά η εποχή του «όχι». Το παιδί αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να διαφοροποιηθεί από τους ενήλικες σε σχέση με αυτά που θέλει και δε θέλει, ότι έχει τη δική του ταυτότητα, μπορεί να προβάλει σωματική αντίσταση όταν δεν συμφωνεί με κάτι που το ζητούν οι γονείς και να εναντιωθεί πεισματικά. Εάν δεν θέλει να κάνει κάτι, πολύ απλά δεν το κάνει, ιδίως εάν έχει δημοκρατικούς γονείς οι οποίοι (ορθώς) επιλέγουν να μην εφαρμόσουν βίαιες μεθόδους για να του επιβληθούν.
Γενικότερα, η προσπάθεια αυστηρής επιβολής σε ένα νήπιο προτύπων γύρω από το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει, όπως για παράδειγμα η άσκηση πίεσης για να κόψει την πάνα, μπορεί πολύ συχνά να οδηγήσει σε «επικές» μάχες μεταξύ γονέων και παιδιού. Μάχες οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε αδιέξοδα εάν οι γονείς δεν είναι σε θέση να καταλάβουν τι νόημα έχει για το παιδί να δεχτεί να τους «δωρίσει» κάτι το οποίο θεωρεί πολύτιμο, όπως τα κόπρανά του. Υπάρχει συχνά ο κίνδυνος τα κόπρανα του παιδιού να αντιμετωπιστούν από τους γονείς σαν κάτι το αηδιαστικό, που βρωμάει και που θα πεταχτεί βιαστικά στην «τρομακτική» λεκάνη της τουαλέτας. Οι γονείς θα πρέπει να κατανοήσουν πως ένα παιδί νηπιακής ηλικίας παλεύει ακόμα μέσα του με «άγρια» βρεφικά ένστικτα και έντονα συναισθήματα που έχουν άμεση σύνδεση με απολαύσεις που προέρχονται από το ίδιο το σώμα, όπως η λήψη τροφής και η απέκκριση. Δεν τα διαχειρίζεται ακόμα επαρκώς και όσο πολιτισμένα θα ήθελαν οι ίδιοι και εύκολα μπορεί να οδηγηθεί σε έντονες εκρήξεις θυμού και γοερά κλάματα όταν αυτοί προσπαθούν να εμποδίσουν την έμφυτη τάση του για λαιμαργία, πασάλειμμα και καταστροφή.
Άρα, ο σκοπός των γονέων είναι να καθοδηγήσουν το παιδί προς το στόχο που οι ίδιοι έχουν θέσει γιατί τον θεωρούν χρήσιμο για τη μελλοντική κοινωνική του ένταξη, σεβόμενοι όμως τις ανάγκες και τους ρυθμούς του, αντιμετωπίζοντάς το δηλαδή, ως ένα υποκείμενο διαφορετικό από τους ίδιους και όχι ως ένα «κατοικίδιο» που θα πρέπει να εκπαιδεύσουν.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, είναι χρήσιμο οι γονείς κατά την προσπάθεια για την αφαίρεση της πάνας:
● Να δώσουν χρόνο και με υπομονή να σεβαστούν τους ρυθμούς του παιδιού.
● Να μη βιάζονται να εκλάβουν τις αντιστάσεις του παιδιού ως κάποιο σύμπτωμα που χρήζει θεραπείας, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για συνηθισμένες αντιδράσεις που θα κοπάσουν με την πάροδο του χρόνου.
● Να μην παραιτηθούν από το να περιμένουν πράγματα από το παιδί, ούτε με τη στάση τους να το «βοηθούν» να παλινδρομεί, να συμπεριφέρεται δηλαδή σαν παιδί μικρότερο της ηλικίας του (π.χ. να επιστρέψουν στην πάνα με την πρώτη δυσκολία).
● Να επιβραβεύουν την προσπάθεια και να παρέχουν κλίμα αποδοχής σε περίπτωση «ατυχημάτων».
● Να φροντίζουν να μη συμπίπτει χρονικά η έναρξη της προσπάθειας με περίοδο άλλων σημαντικών αλλαγών (π.χ. επιστροφή μητέρας στη δουλειά, νέα γέννηση).
● Να συμφωνούν ως προς τις οδηγίες που θα δίνουν στο παιδί ώστε να ακολουθηθεί κοινή γραμμή.
● Να μην αντιμετωπίζουν τα ούρα και τα κόπρανα του παιδιού σαν κάτι το δυσάρεστο, που θα πρέπει άμεσα να πεταχτεί (π.χ. να αποφεύγονται σχόλια όπως «μπλιαχ! βρωμάει!»).
● Να δημιουργούν αφηγήσεις για το που πάνε τα κόπρανα, έτσι ώστε να μην τονιστεί «το θέμα της απώλειάς τους» (Αλεξανδρίδης, 2017, σελ. 40), αλλά να μπουν σε έναν κύκλο ζωής (π.χ. λέγοντας ότι ταξιδεύουν και καταλήγουν στη θάλασσα και τα τρώνε τα ψάρια).
Για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία ή διευκρίνιση μπορείτε να καλέσετε στην «Ευρωπαϊκή Γραμμή Υποστήριξης Παιδιών 116111» ώστε να συζητήσετε με έναν ψυχολόγο όλα αυτά που μπορεί να σας απασχολούν σε σχέση με το παιδί σας.
Πηγή:hamogelo.gr