Το κλινικό σύνδρομο Πίκα: Ορισμός & αιτιολογία
Τον 13ο αιώνα, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ειδήμονες θα έρχονταν για πρώτη φορά σε επαφή με μια αρκετά ασυνήθιστη μορφή ψυχολογικής διαταραχής, εξετάζοντας περιπτώσεις παιδιών που είχαν καταναλώσει χώμα και ξύλο. Σχεδόν 3 αιώνες αργότερα, και συγκεκριμένα το 1563, η Ιατρική αναγνωρίζει και καταγράφει επίσημα την ασθένεια αυτή, δίνοντάς της κάπως έτσι τη δέουσα προσοχή που δεν της προσφέρθηκε νωρίτερα. Η επίσημη ονοματολογία έφερε το όνομα «πίκα», βασισμένο στη λατινική εκδοχή του πουλιού καρακάξα, το οποίο φημίζεται για τις ασυνήθιστες διατροφικές του συνήθειες, αφού καταναλώνει σχεδόν τα πάντα. Με την πάροδο του χρόνου, η εμπειρία των γιατρών με την ταυτόχρονη εξέλιξη του κλάδου της Ιατρικής, έδωσε το έναυσμα για μια πιο ποιοτική ενασχόληση με την «πίκα», με τα περιστατικά που κατέφθαναν στις κλινικές να πληθαίνουν.
Επιπρόσθετα, αξίζει να αναφερθεί η δυσκολία αποδοχής της ιατρικής γνώμης για την «πίκα», καθώς κρίνεται απαραίτητο το πέρας ενός μήνα, ενόσω το άτομο έρχεται σε τροφική επαφή με τα παραπάνω αναφερθέντα αντικείμενα, αν και γνωρίζει πλήρως την ανθυγιεινή τους τάση. Μετά από το συγκεκριμένο αυτό χρονικό πλαίσιο, θα διεξαχθούν οι ανάλογες μελέτες, με τα αίτια να αφορούν κυρίως κάποιο ψυχολογικό σοκ ή οικογενειακά προβλήματα, καθώς ακόμα και περιπτώσεις εγκυμοσύνης ή αυτισμού, επιδεικνύοντας την άρρηκτη σχέση της ασθένειας με την σχιζοφρένεια.
Οι αρχικές μελέτες των γιατρών αναδεικνύουν τα χαμηλά ποσοστά αιμοσφαιρίνης στο αίμα, ενώ σε πιο σοβαρές περιπτώσεις έχει αναδειχθεί η μεγάλη ποσότητα της αναιμίας στον οργανισμό. Τέλος, οι πιο πρόσφατες ενδείξεις του ιατρικού επιτελείου στιγματίζουν τον χαμηλό αριθμό των ερυθρών κυττάρων, γεγονός που επιφέρει και την κατάπτωση του αιματοκρίτη.
Η καθ’ όλα συγκινητική εξέλιξη της επιστήμης και του κλάδου της ιατρικής ειδικότερα δεν έχει κατορθώσει να ελέγξει έγκαιρα τα σημάδια της «πίκα», εξαιτίας της όχι και τόσο διαδεδομένης της υπόστασης. Η αλήθεια είναι πως η συγκεκριμένη ασθένεια αντιμετωπίζεται περισσότερο ως συμπεριφορά παρά ως πάθηση, κάτι που επιφέρει και την άγνοια σε επίπεδο έγκαιρης διάγνωσης με τα όποια τεστ.
Ωστόσο, οι ειδικοί, ταυτόχρονα με τον συνεχή έλεγχο των νεαρότερων ατόμων προκειμένου να μην καταναλώσουν σκόνη, χώμα ή ακόμα και περιττώματα ζώων, προτείνουν τις τακτικές εξετάσεις σιδήρου. Αν τα αποτελέσματά τους είναι σχετικά αρνητικά, θα χορηγηθεί άμεσα σίδηρος και ψευδάργυρος, με απώτερο στόχο την εξισορρόπηση των συστατικών του αίματος και την καταπολέμηση της αναιμίας. Οι κύριες ενδείξεις, πάντως, υποδεικνύουν την μεγαλύτερη πιθανότητα προσκόλλησης της νόσου σε άτομα με χαμηλά θρεπτικά συστατικά ή θύματα του υποσιτισμού, κάτι που πιστοποιούν και οι διάφορες καταγραφές περιστατικών, με την Αφρική και την Νότια Αμερική να έρχονται πρώτες σε σχετικές απεικονίσεις.
Όσον αφορά τη θεραπεία αυτή καθ’ αυτή, τα πράγματα αναμένεται να περιπλεχθούν ακόμα πιο πολύ, καθώς κάθε περιστατικό αφορά και διαφορετική αντιμετώπιση, ανάλογα με το υλικό το οποίο καταναλώνεται. Η σταθερή λύση, βέβαια, προϋποθέτει διατροφικές αλλαγές και χορηγία σιδήρου, ενώ η επισήμανση της προσοχής σε γονείς και οικογενειακό περιβάλλον, καθώς και η ενημέρωσή τους σχετικά με την κατάσταση, θα συνδράμει καταλυτικά στην εξουθένωση του προβλήματος.
Πηγή:maxmag.gr