Γνωριμία με το Σύστημα Ορφ

Η μουσικοκινητική αγωγή Carl Orff είναι μια ολιστική παιδαγωγική προσέγγιση με στόχο την ολόπλευρη ανάπτυξη και την αισθητική αγωγή. Απευθύνεται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες και κυρίως στην ευαίσθητη αναπτυξιακή περίοδο της παιδικής ηλικίας κατά την οποία η ανάπτυξη συντελείται ταυτόχρονα στο γνωστικό, συναισθηματικό και ψυχοκινητικό επίπεδο. Βασίζεται στο τρίπτυχο λόγος-μουσική-κίνηση το οποίο λειτουργεί ως ενότητα με ενοποιό στοιχείο τον ρυθμό καθώς και στην αποδεδειγμένη παραδοχή ότι το τραγούδι και η κίνηση, κατά την παιδική ηλικία, κατανοούνται ως μια ενότητα. Αξιοποιεί το γεγονός ότι ο λόγος και η κίνηση λειτουργούν και αναπτύσσονται ταυτόχρονα κατά την παιδική ηλικία προκειμένου να βοηθήσει τα παιδιά να αναπτύξουν ταυτόχρονα κινητικές-χορευτικές και μουσικές δεξιότητες. Βασικό στόχο της μουσικοκινητικής αγωγής αποτελεί η ανάπτυξη των δημιουργικών και εκφραστικών ικανοτήτων.

Η μουσικοκινητική αγωγή δεν αποτελεί γνωστικό αντικείμενο. Είναι μια γενική παιδαγωγική προσέγγιση η οποία μέσα από παιχνιώδεις δραστηριότητες εισάγει τα παιδιά στη γνώση της μουσικής, του λόγου και της κίνησης – χορού. Αποτελεί χρήσιμο παιδαγωγικό εργαλείο για κάθε παιδαγωγό που έχει τη διάθεση να αξιοποιήσει δημιουργικά τις εμπειρίες του και να οδηγήσει τα παιδιά στον χώρο της έκφρασης και της δημιουργίας.

Στην Ελλάδα το Orff – Schulwerk (Έργο για Σχολεία) εισήγαγε η στενή συνεργάτης και φίλη του C.Orff, Πολυξένη Ματέυ. Η Π. Ματέυ γνωρίστηκε με τον C. Orff το 1935 στη Σχολή Gunther του Μονάχου. Από τότε τους ένωνε βαθιά φιλία. Η συνεργασία τους άρχισε το 1957 όταν ο C. Orff έφερε στην Ελλάδα τα πρώτα τεύχη του Swchulwerk). Η Π. Ματέυ εργάστηκε ακούραστα για τη διάδοση και εφαρμογή του Orff – Schulwerk στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Τα δύο τεύχη του Ελληνικού Orff Schulwerk των εκδόσεων Schott, φέρουν την υπογραφή της.

Θεμέλιο του Orff – Schulwerk είναι ο ρυθμός. “Είναι δύσκολο να διδάξεις τον ρυθμό. Τον ρυθμό μπορεί κανείς μόνο να τον απελευθερώσει. Ο ρυθμός δεν είναι κάτι το αφηρημένο, είναι η ίδια η ζωή. Ο ρυθμός δρα και επιδρά, είναι η δύναμη που ενώνει τη γλώσσα , τη μουσική και την κίνηση.” Αυτά τα λόγια που τα είπε ο ίδιος ο Carl Orff είναι το σημείο κλειδί της μεθόδου του. Η αρχαία ελληνική λέξη “μουσική” έχει ακριβώς αυτή την έννοια της ενότητας γλώσσας-μουσικής-χορού. Αυτό το ξέρουμε από τις Αρχαίες τραγωδίες, όπου παρουσιάζονταν αδιάσπαστα τα τρία στοιχεία και από την προσπάθεια αναβίωσης της Αρχαίας τραγωδίας με την Όπερα. Τα τρία στοιχεία του αρχαιοελληνικού όρου “μουσική”: γλώσσα-μουσική-χορός, αντιστοιχούν στα στοιχεία που απαρτίζουν τον άνθρωπο: πνεύμα-ψυχή-σώμα. Γι αυτό και ο C. Orff όπως και ο Πλάτων πριν από 2500 χρόνια είχε την άποψη ότι μια τέτοια αγωγή, που βασίζεται στην ένωση μουσικής-κίνησης-λόγου θα έπρεπε να κατέχει κεντρική θέση στη γενική αγωγή του παιδιού, με σκοπό την ενότητα ψυχής-πνεύματος-σώματος.

Όσοι ψάχνουν για μια μέθοδο ή ένα έτοιμο σύστημα θα αισθανθούν άβολα με τo Schulwerk. Άτομα με καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία και με κλίση στον αυτοσχεδιασμό, θα γοητευτούν από αυτό. Θα τους διεγείρουν οι έμφυτες δυνατότητες μιας δουλειάς η οποία ποτέ δεν τελειώνει, ρέει και αναπτύσσεται συνεχώς

CARL ORFF, 1962

Η παιδαγωγική βάση του Orff – Schulwerk είναι επηρεασμένη από τις ιδέες του μεγάλου παιδαγωγού Pestalozzi ο οποίος διακήρυσσε: με το παιδί, από το παιδί για το παιδί. Γι αυτό και δίνεται μεγάλη σημασία στην υπεύθυνη δράση και πρωτοβουλία, στην ένταξη του παιδιού σε ομάδες με σκοπό να αναπτύξει την κοινωνικότητά του, στον αυτοσχεδιασμό ως μέσο ανάπτυξης της δημιουργικότητας, της αυτενέργειας και της φαντασίας του παιδιού και βέβαια στην αισθητική καλλιέργεια. Στοιχεία που έχουν τονίσει κι άλλοι παιδαγωγοί και ιδιαίτερα η Maria Montessori, και που θα έπρεπε να αποτελούν τη βάση κάθε ολοκληρωμένης παιδείας. Ο Carl Orff συνέλαβε την ιδέα του για σύνδεση λόγου-κίνησης-μουσικής, όταν ήρθε σε επαφή, στις αρχές του 20ου αιώνα, με το κίνημα του μοντέρνου χορού, που ονομάζεται νέος χορός. Συνεργάστηκε με τις βασικές εκπροσώπους αυτού του κινήματος: τη Mary Wigman και την Dorothee Gunther και αυτό που θέλησε να κάνει ήταν να μπορούν οι χορευτές να συνοδεύουν μόνοι τους την κίνησή τους. Σ’ αυτή την προσπάθεια έγραψε πολλά σκηνικά έργα, όπου οι χορευτές παρουσιάζονται στη σκηνή με όργανα) και συνοδεύουν οι ίδιοι την κίνησή τους.

Το 1924 ίδρυσε στο Μόναχο με την Gunther μια σχολή για κινητική και μουσική αγωγή και δημιούργησε μια μικρή ορχήστρα από κρουστά όργανα ινδονησιακής προέλευσης. Με τον πόλεμο έκλεισε αυτή η σχολή και ξανάνοιξε μετά. Το 1948 το γερμανικό ραδιόφωνο κάλεσε τον Carl Orff να γράψει κάποιες εκπαιδευτικές εκπομπές που θα παίζονταν από παιδιά και θα απευθύνονταν σε παιδιά. Ο C. Orff συνεργάστηκε με την Gunild Keetman και με παιδιά ηλικίας 8-12 χρόνων, τα οποία συγκέντρωσε από ένα δημόσιο σχολείο. Η δουλειά του, που είχε διάρκεια πέντε χρόνια, αποτέλεσε τη βάση για να δημιουργηθεί το Schulwerk, Musik fur Kinder, με τον υπότιτλο “Στοιχειακή Μουσική και Κινητική Αγωγή”. Με τον όρο “στοιχειακή” δεν εννοεί απλοϊκή, απλή ναι και θα λέγαμε και φυσική. Ο ίδιος γράφει: “Η στοιχειακή μουσική δεν είναι ποτέ σκέτη μουσική. Είναι συνδεδεμένη με κίνηση, χορό και ομιλία, είναι μια μουσική που πρέπει να την φτιάξει κανείς μόνος του, στην οποία συμμετέχουμε όχι ως ακροατές, αλλά ως εκτελεστές. Δεν έχει μεγάλο σχήμα και δομή, έχει μικρά σχήματα, ostinati (έμμονα βάσιμα) και μικρά σχήματα Rondo. Η στοιχειακή μουσική είναι γήινη, φυσική, σωματική, μπορεί να την μάθει και να την ζήσει ο καθένας και είναι προσαρμοσμένη στα μέτρα του παιδιού.”

Και ποια είναι αυτά τα μέτρα του παιδιού για τα οποία μιλάει ο C. Orff; Το παιδί έχει ανάγκη το παιχνίδι και την ευχάριστη ενασχόληση. Δεν είναι σε θέση να κατανοήσει οτιδήποτε απευθύνεται μόνο στον εγκέφαλό του, στο μυαλό του, έχει ανάγκη να βιώσει άμεσα τα ερεθίσματα. Σε αυτό αποβλέπει και η μέθοδος του C. Orff. Με την κίνηση τα παιδιά βιώνουν τον ρυθμό και τη μουσική. Ο λόγος τα βοηθάει να νιώσουν το φυσικό ρυθμό της γλώσσας και να τον εναρμονίσουν με τον ρυθμό που έχουν μέσα τους.

Είπαμε και πρωτύτερα για το πώς αντιλαμβάνεται ο C. Orff το ρυθμό. Ο ρυθμός είναι η ίδια η ζωή, λέει. Όλες οι λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος (και όλων των έμβιων όντων) έχουν κάποιο ρυθμό. Το πολύ μικρό παιδί έχει τον ρυθμό μέσα του. Αρκεί να ακούσει μουσική και αμέσως λικνίζεται με τον ρυθμό. Τι συμβαίνει και λίγο αργότερα χάνει αυτόν τον ρυθμό και πρέπει για να τον ξαναβρεί να τον απελευθερώσουμε; Δυστυχώς η απάντηση είναι ότι το άγχος της κοινωνίας μας μεταφέρεται και στα πολύ μικρά παιδιά με αποτέλεσμα να κλείνονται στον εαυτό τους, να σφίγγονται για να αντιμετωπίσουν τις εχθρικές γι αυτά καταστάσεις. Πολύ εύκολα αν καταφέρουν να νιώσουν ελεύθερα και χωρίς αναστολές θα απελευθερωθούν και θα βρουν πάλι τον ρυθμό που από τη φύση τους έχουν μέσα τους. Το πολύ εύκολα βέβαια, είναι σχετικό με το πόσο έχουν κλειστεί. Ισχύει γι αυτές που σήμερα θεωρούμε “φυσιολογικές” καταστάσεις. Το λυπηρό είναι, από την πείρα που έχουμε, ότι τα παιδιά είναι τόσο πιο σφιγμένα και πιο κλειστά, όσο μεγαλύτερα είναι.

Ο C. Orff πρωτίστως ήθελε με τη μέθοδό του να βοηθήσει τα παιδιά ν’ αναπτυχθούν και να ολοκληρωθούν ως προσωπικότητες και όχι να προετοιμάσει τους μεγάλους μουσικούς του μέλλοντος. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούν να αναδειχθούν ταλέντα. Δεν ήθελε όμως η μουσική να είναι ακόμα ένα καταναγκαστικό μάθημα μέσα σε όλα τα μαθήματα, που διδάσκονται τα παιδιά στο σχολείο και τα οποία αισθάνονται ως καταναγκασμό, γιατί δεν έχουν άμεση σχέση με την καθημερινή τους ζωή. Μεγάλη σημασία δίνεται στη μέθοδο του C. Orff στην εξερεύνηση και στην ανακάλυψη από τα ίδια τα παιδιά των στοιχείων που διέπουν τη μουσική. Αρχικά λοιπόν εξερευνώνται απλά στοιχεία. Αργότερα όμως, και με τη βοήθεια της εμπειρίας, περνάμε στην εξερεύνηση πιο πολύπλοκων μορφών.

Τα συστατικά στοιχεία της μεθόδου Ορφ μπορούμε να τα συνοψίσουμε στα εξής: Ρυθμός-κίνηση (δημιουργική και εκφραστική)-τραγούδι-επαφή με τα όργανα Ορφ – αυτοσχεδιασμός.

Τα όργανα που χρησιμοποίησε ο C. Orff είναι απλά κρουστά όργανα παρμένα από τα όργανα που χρησιμοποιούν στην Ινδονησία και προσαρμοσμένα στις ανάγκες των παιδιών. Η προτίμηση στα κρουστά όργανα είναι εύλογη αφού δίνεται μεγάλη σημασία στον ρυθμό. Ακόμα αυτά τα όργανα είναι ευκολόπαιχτα και έτσι μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτό που ονομάζει ο C. Orff στοιχειακή μουσική, μουσική που δεν ακούμε ως ακροατές, αλλά εμείς οι ίδιοι είμαστε εκτελεστές. Τα παιδιά μαθαίνουν στην πειθαρχία της εκτέλεσης, αλλά συγχρόνως χαίρονται από το αποτέλεσμα. Δεν θα χρειαστούν χρόνια, όπως με τα άλλα όργανα, για να έχουν κάποιο ικανοποιητικό αποτέλεσμα.

Η μέθοδος του C. Orff είναι βαθιά παιδαγωγική και έχει κοινωνικό χαρακτήρα. Ο C. Orff πίστευε ότι η ανθρωπότητα μπορεί να αλλάξει μόνο αν αλλάξουν τα άτομα. Έτσι δίνει μεγάλη σημασία στην κοινωνικοποίηση των παιδιών μέσα από την ομάδα. Χωρίς να σημαίνει αυτό ότι δεν ενθαρρύνεται η ατομικότητα, ίσα-ίσα το αντίθετο. Αλλά δεν έχει νόημα η μέθοδός του να διδάσκεται ατομικά. Ενθαρρύνεται η πρωτοβουλία, η φαντασία, η αυτενέργεια, η δημιουργικότητα και όλα αυτά τα στοιχεία για να λειτουργήσουν, χρειάζεται η στήριξη και η ζεστασιά της ομάδας. Γι αυτό και έχει πολύ μεγάλη σημασία το δέσιμο της ομάδας.

Στη διδασκαλία της μεθόδου χρησιμοποιείται κυρίως υλικό από την παράδοση της κάθε χώρας, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι αποκλείονται οι μουσικές παραδόσεις των άλλων χωρών. Ο ίδιος ο C. Orff όμως δίδασκε και ενθάρρυνε τους συνεργάτες του να χρησιμοποιούν υλικό από τη μουσική παράδοση και γενικά την παράδοση της χώρας τους. Η επαφή με το υλικό από τις μουσικές παραδόσεις των άλλων χωρών έχει ως στόχο να γνωρίσουν τα παιδιά τα πολιτισμικά στοιχεία των διαφόρων λαών.

Η ύλη της Μουσικοκινητικής Αγωγής C. Orff δεν είναι συγκεκριμένη. Υπάρχουν οι κατευθυντήριες γραμμές που αναφέραμε παραπάνω καθώς και κάποια κατεύθυνση σε συσχέτιση και με την ψυχολογία, για το τι μπορεί να προσλάβει το παιδί ανάλογα με την ηλικία του, από κει και πέρα όμως η πρωτοβουλία αφήνεται στον διδάσκοντα, ο οποίος, σε συνεργασία με την ομάδα του και τις ανάγκες που έχει, θα διαμορφώσει την ύλη του. Ο δάσκαλος πρέπει να είναι πολύ ευέλικτος. Σε καμιά περίπτωση δεν νοείται δασκαλοκεντρική διδασκαλία. Ο δάσκαλος δίνει ερεθίσματα στα παιδιά, αλλά συγχρόνως δέχεται ερεθίσματα και θα πρέπει να είναι σε θέση να αλλάξει το πλάνο της διδασκαλίας του σε σχέση κάθε φορά με τις ανάγκες της ομάδας του. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι ο δάσκαλος θα πρέπει να είναι ο ίδιος μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, όπως άλλωστε και ο κάθε δάσκαλος, πράγμα που δεν είναι και πολύ εύκολο.

Η ενασχόληση με το αντικείμενο της μουσικοκινητικής αγωγής, ταιριάζει σε παιδαγωγούς που αξιοποιούν δημιουργικά τις προσωπικές εμπειρίες των μαθητών και δεν αποζητούν συνταγές

CARL ORFF, 1971

Η Μουσικοκινητική Αγωγή C. Orff απευθύνεται σε παιδιά κάθε ηλικίας, ακόμα και σε ενήλικες. Βέβαια η ύλη που θα διδαχθεί εξαρτάται και από την ηλικία και από τις ικανότητες της ομάδας, και σίγουρα υπάρχει μια εξελικτική πορεία όπως και σε όλα τα μαθήματα. Ακόμα η Μουσικοκινητική Αγωγή C. Orff χρησιμοποιείται ευρέως ως θεραπευτικό μέσο σε παιδιά και ενήλικες με ειδικές ανάγκες, με εκπληκτικά αποτελέσματα.

Βιβλιογραφία

  • Π. Ματέυ: Ρυθμική, εκδ. Γ. Νάκας, Αθήνα 1986.
  • Πλάτωνα : Πολιτεία, εκδ. Ζαχαρόπουλος.
  • Ζαν Σατώ (Διεύθυνση): Οι Μεγάλοι Παιδαγωγοί, εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1983.
  • Carl Orff : The Schulwerk, English Edition, 1978 Schott Music Corp., New York. (Translated by Margaret Murray).
  • Περιοδικό «Ρυθμοί» του Ελληνικού Συλλόγου Μουσικοκινητικής Αγωγής Carl Orff, Τεύχος 27, Ανοιξη 1999.