Σοκαριστική ήταν η έκθεση της Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση που παρουσίασε εχθές η Καθημερινή, σύμφωνα με την οποία οι μισοί Έλληνες μαθητές είναι λειτουργικά αναλφάβητοι.
Τι σημαίνει όμως «λειτουργικά αναλφάβητος;»
Λειτουργικός Αναλφαβητισμός: Είναι η γνώση που δεν αφομοιώνεται, δεν γίνεται κατανοητή και άρα δεν εφαρμόζεται από μία προσωπικότητα που συρρικνώνεται, διαστρεβλώνεται κι εκφυλίζεται και η έκφραση που αδυνατεί να εκδηλωθεί και να παράγει αποτελέσματα. Με την λέξη «λειτουργικός» νοείται αυτός που διαθέτει όχι γνώση, αλλά ΕΠΙΓΝΩΣΗ της γνώσης, είναι ικανός να ενεργεί και να αναλαμβάνει έλεγχο κι ευθύνη του ελέγχου, αυτός που είναι ικανός να χειρίζεται καταστάσεις και πράγματα. Εύκολα διαφοροποιεί ανομοιότητες, δεν ταυτοποιεί ανόμοιους συσχετισμούς και κατανοεί αφηρημένες έννοιες.
Είναι φανερό, ακόμη κι αν ελάχιστα εξασκείς την τέχνη της παρατήρησης, ότι γύρω μας κυριαρχούν σε όλους τους χώρους των επιστημών οι μορφωμένοι – αμόρφωτοι, ενώ είναι σταθερό δεδομένο πως οι ταγοί των θρησκειών είναι καθολικά όλοι τους μορφωμένοι-αμόρφωτοι. Είναι φαινομενική αντίφαση να αποκαλείται κάποιος ως «μορφωμένος-αμόρφωτος» γιατί κάποιος που είναι μορφωμένος δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα κι αμόρφωτος.
Στην πραγματικότητα (σε αντίθεση με την φαινομενικότητα) αυτό ακριβώς συμβαίνει, γιατί αυτός που έχει σπουδάσει αλλά δεν χρησιμοποιεί τις γνώσεις του για να δημιουργεί αποτελέσματα, βρίσκεται στο ίδιο ακριβώς επίπεδο με αυτόν που δεν διαθέτει την γνώση, τον αμόρφωτο, τον αναλφάβητο. Δηλαδή ένας γιατρός που έχει σπουδάσει αλλά δεν χρησιμοποιεί τις γνώσεις του για να θεραπεύει ανθρώπους κι ένας αμόρφωτος που δεν γνωρίζει να θεραπεύει ανθρώπους έχουν αμφότεροι την ίδια μηδενική αξία στο περιβάλλον και στην κοινωνία που αλληλεπιδρούν, μάλιστα αυτός που κατέχει την γνώση αν δεν την χρησιμοποιεί, είναι ακόμη πιο κάτω στην αξιακή κλίμακα από αυτόν που δεν την κατέχει.
Μια γνώση αποκτά αξία όταν γίνεται πράξη (δημιουργεί δηλ. αποτελέσματα, από θέση αιτίας) η γνώση που δεν δημιουργεί αποτελέσματα είναι μια άχρηστη γνώση. Σκέψου μια τεράστια βιβλιοθήκη σε γλώσσα άγνωστη για ανθρώπους, δυνητικά εμπεριέχει πολύτιμη γνώση αλλά δεν έχει καθόλου αξία. Ξαφνικά κάποιος μαθαίνει την γλώσσα κι αρχίζει να διαβάζει τα βιβλία της και να μεταδίδει αυτά που μαθαίνει σε άλλους ανθρώπους, αλλά και πάλι δεν έχει καμία αξία η γνώση που αποκομίζει κι αναμεταδίδει.
Με τον καιρό κάποιος παίρνει μια γνώση από τον σωρό πληροφορίας, την εφαρμόζει στον φυσικό κόσμο κι αρχίζει να παράγει κάτι, ένα κατασκεύασμα που θεραπεύει τους ανθρώπους, που τους παρέχει ασφάλεια ή δυνατότητα αυξημένης επιβίωσης. Μόνο τότε η γνώση αρχίζει να αποκτά αξία, όχι όλη, μα μόνο η συγκεκριμένη.
Η ίδια η βιβλιοθήκη δεν έχει καμιά αξία, μόνο η μεταστοιχείωση της γνώσης με την δράση και την εφαρμογή αποκτά μια συγκεκριμένη αξία. Πως όμως θα αποφασίσει κάποιος ποιά είναι η γνώση που έχει αξία και θα την ξεχωρίσει από τον σωρό των σκουπιδιών; Γιατί η πλειονότητα των μορφωμένων ανθρώπων είναι μη λειτουργικοί σε σχέση με την γνώση τους; Πως μπορείς να ξεχωρίζεις με την υπερπληθώρα πληροφορίας γύρω σου τι διαθέτει αξία (φιλοεπιβιωτικό, ευδαιμονικό) για να του δώσεις την προσοχή σου; Μα είναι απλό. Αξία διαθέτει ότι είναι ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ, ότι παράγει αποτελέσματα, ότι συνεισφέρει στην ευδαιμονία και την επιβίωση κι επιπλέον είναι απλό, (το ξυράφι του Όκαμ). Έτσι μπορούμε να δούμε γύρω μας (αφού απομονώσουμε τους φύση και θέση αναλφάβητους) ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε τις πληγές του Φαραώ που έρχονται καταπάνω στην λογική μας σαν σμήνος ακρίδων από τους μορφωμένους-αμόρφωτους. Όμως από τους μορφωμένους έχουμε απαιτήσεις, όχι από τους αμόρφωτους.
Οριοθέτηση της έννοιας λειτουργικός αναλφαβητισμός
Λειτουργικά αναλφάβητος είναι όχι εκείνος που δεν ξέρει, ή δεν μπορεί να συλλαβίσει και πίσω από τους φθόγγους να αναγνωρίσει τις λέξεις και το σώμα του έναρθρου λόγου, αλλά εκείνος που μολονότι γνωρίζει γραφή και ανάγνωση δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει, για να λειτουργήσει με αυτάρκεια μέσα στην κοινωνική ομάδα στην οποία είναι ενταγμένος. Πρακτικά ένα άτομο είναι λειτουργικά αναλφάβητο: Είναι άνθρωπος που έχει αποφοιτήσει από την τυπική βασική εκπαίδευση με ικανοποιητική και πολλές φορές και με εξαιρετική σχολική επίδοση. Δεν μπορεί όμως:
1) Να επαρκέσει στην εξυπηρέτησή του σε προβλήματα και απλά ακόμη, όχι από έλλειψη χρόνου, αλλά από αδυναμία να προσεγγίσει το ζητούμενο του προβλήματός του, να το αναλύσει και να κάμει τις πράξεις που χρειάζονται για να το φέρει σε πέρας. Και γι΄ αυτό χρειάζεται τη μεσολάβηση κάποιου άλλου.
3) Δεν έχει την ικανότητα να ελέγξει και να λογικοποιήσει τις σκέψεις του που είναι γεμάτες χάσματα και αντιφάσεις. Δεν μπορεί να δικαιολογήσει σωστά τη συλλογιστική του και να την αντιστοιχίσει με την αντικειμενική πραγματικότητα.
Τα χαρακτηριστικά αυτά λίγο – πολύ παρουσιάζονται σε όλες τις περιπτώσεις, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σε όλα τα λειτουργικά αναλφάβητα άτομα.
Φυσικά δεν πρέπει να συγχέουμε φαινόμενα που προέρχονται από κούραση ή ατελή γνώση, ή βιολογικές ατέλειες και βλάβες. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα όν με πλήρεις τις βιολογικές του λειτουργίες αλλά με μειωμένες τις λειτουργικές του δυνατότητες μέσα στην κοινωνική ομάδα. Θα τολμούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε κοινωνικό και ψυχολογικό τύπο ανθρώπου, (σε μια τυπολογική διάταξη ανθρώπων με μειωμένες ικανότητες), που προέρχονται είτε από άγνοια, είτε από οργανική βλάβη είτε από στρεβλή ανάπτυξη, και να τον τοποθετήσουμε στην τελευταία κατηγορία. Φυσικά μέσα στους λειτουργικά αναλφάβητους δεν μπορούμε, νομίζω, να συγκαταλέξουμε άτομα με δυσλεκτικότητα ή δυσλεξία, δυσορθογραφία κ.α., που στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν την βάση τους σε οργανικές δυσλειτουργίες ή άλλες αδυναμίες, όπως π.χ. της ακοής, της όρασης κτλ.
Είναι ο λειτουργικός αναλφαβητισμός προϊόν της σχολικής ζωής;
Η διερεύνηση του προβλήματος πρέπει να γίνει ποσοτικά και ποιοτικά. Το ποσοτικά αναφέρεται στο τι δίνει το σχολείο σαν γνωστική καλλιέργεια. Αν δει κανείς το “Αναλυτικό πρόγραμμα” δίνει πολλά και μάλιστα με την πρόοδο του χρόνου προσπαθεί να τα αυξήσει, στην αγωνιώδη του προσπάθεια να παρακολουθήσει την έκρηξη των γνώσεων της εποχής μας. Δεν θα σταθούμε σε λεπτομέρειες. Η τάση είναι πασιφανής. Ποιοτικά όμως η κατάσταση δεν είναι αισιόδοξη.
Γιατί εκτός του ότι ένα μεγάλο μέρος των γνώσεων είναι απαρχαιωμένες (αυτό εννοούμε όταν λέμε ότι το σχολείο μας σε όλους τους τομείς είναι ιστορικό-φιλολογικό) και η προσαύξηση των γνώσεων, που κάθε φορά επιχειρείται είτε εξ ανάγκης είτε ως ένδειξη εκσυγχρονισμού, ή σκοντάφτει στην ανελαστικότητα του χρόνου διδασκαλίας και συνεπώς η διδακτέα ύλη ποτέ δεν εξαντλείται (και για άλλους βέβαια λόγους) ή οδηγεί σε αποσπασματικότητα κατά την πολλαπλή του αντικειμένου αποψίλωση.
Ακόμα τα διαφορετικά γνωστικά πεδία, που θα έπρεπε να συλλειτουργούν, πορεύονται ανεξάρτητα σαν αυτόνομες λειτουργίες με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η σύστοιχη και αρμονική επίδραση στην καλλιέργεια και την διαμόρφωση της προσωπικότητας και φυσικά της συνείδησης.
Αλλά και η μεθοδολογική βάση της εργασίας στο σχολείο δεν διαμορφώνει λειτουργική αντίληψη των εμπειριών και των γνώσεων. Δεν είναι μόνο ότι οι γνώσεις παρουσιάζονται αποσπασματικές και αυτόνομες από το σύνολο, επί πλέον μένουν σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο και δεν συνδέονται με την πραγματικότητα, την πρακτική ζωή και την παραγωγική διαδικασία της κοινωνίας, έτσι ώστε και εμπέδωση και δημιουργική αφομοίωση της γνώσης.
Αυτό με τη σειρά του έχει σαν αποτέλεσμα να μένει μόνος δρόμος για τη μάθηση η αποστήθιση των γνώσεων, αυτό που στην καθημερινή γλώσσα ονομάζουμε παπαγαλία. Εδώ θα πρέπει να κάμουμε μια παρατήρηση που την θεωρούμε αναγκαία, γιατί παρουσιάζονται ακρότητες. Δεν μπορούμε να διαγράφουμε την αξία των γνώσεων. Η γνώση είναι αναγκαία συνθήκη, επειδή είναι η δημιουργική αντανάκλαση της πραγματικότητας στην συνείδηση του ανθρώπου. Χωρίς αυτές δεν υπάρχει διάνοια, δεν υπάρχει λειτουργία όχι μονάχα γνωστική, αλλά ούτε και συναισθηματική και βουλητική. Το πρόβλημα είναι ΤΙ είδους γνώσεις και ΠΩΣ τις αποκτάμε.
Η απομνημόνευση και ο αποθησαυρισμός των γνώσεων δεν είναι κακό, είναι η προϋπόθεση της διανόησης, είναι οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις απάνω στις οποίες θεμελιώνεται και κάθε καινούργια γνώση και κάθε προσπάθεια, ενώ το κατευθείαν αρνητικό είναι η αποστήθιση, που και άγονη είναι και σπατάλη δυνάμεων συνιστά, γιατί δεν έχει την μονιμότητα της αφομοιωμένης γνώσης και σύνδεση με τις γνώσεις άλλων πεδίων. Αυτός είναι ο λόγος που όλοι είμαστε αντίθετοι στην αποστήθιση και θεωρούμε ότι το σχολείο των γνώσεων έχει εξαντλήσει τα όρια του.
Το σχολείο δεν μπορεί πια να καλύψει το σύνολο του γνωστικού πλούτου της ανθρώπινης κοινωνίας και από λόγους αντικειμενικούς έπαψε να είναι ο μοναδικός δίαυλος του γνωστικού περιεχομένου, ενώ οι γνώσεις που παρέχει, όσο επιστημονικά κι αν είναι διατυπωμένες, δεν εξασφαλίζουν το εφαλτήριο για την πιο πέρα αυτόνομη δημιουργική προσπάθεια του νέου ανθρώπου. Αυτό σημαίνει πως όλες οι παρεμβάσεις, που συντελούνται στην ανάπτυξη του γνωστικού περιεχομένου του σχολείου, είναι μηχανικές, γιατί δεν πραγματοποιούνται με βάση κάποιες προοπτικές, και επομένως δύσκολη η χρήση τους.
Το επακόλουθο συμπέρασμα αυτής της συλλογιστικής είναι ότι από το σχολείο “το γε νυν έχων” βγαίνουν στην συντριπτική τους πλειοψηφία άτομα που διαθέτουν περιορισμένο και αποσπασματικό αριθμό γνώσεων, οι οποίες δεν έχουν οργανική σύνθεση μεταξύ τους, αλλά είναι χασματικές και χαοτικές.
Ηρώ Αναγνώστου, απόσπασμα από το άρθρο «η μάστιγα του λειτουργικού αναλφαβητισμού»