Η μητέρα μου δεν μου έχει κρατήσει ποτέ την κόρη μου…

Φωτό: Shutterstock/JGW Images

Την προηγούμενη εβδομάδα, καθώς έπλενα τα πιάτα, άκουσα την κόρη μου, που έπαιζε στο διπλανό δωμάτιο, να γελάει και να παραμιλάει ενώ πηγαινοερχόταν χοροπηδώντας στο χολ. Φυσικά αυτή η συμπεριφορά της δεν είναι περίεργη, τουλάχιστον στο σπίτι μας. Έτσι είναι η τρίχρονη κόρη μου. Ελεύθερο πνεύμα, που λατρεύει να χορεύει, να τραγουδάει και να παίζει παιχνίδια ρόλων. Αυτές τις μέρες μάλιστα έχει τόσους πολλούς φανταστικούς φίλους που δεν προλαβαίνω να τους μετρήσω.

Ήμασταν τελείως μόνες στο σπίτι και αποφάσισα να πάω να δω τι ακριβώς κάνει. Τα παράθυρα ήταν κλειστά, οι πόρτες κλειδωμένες και -εκτός από τους ήχους που έρχονταν από το υπνοδωμάτιό της και όλο δυνάμωναν- στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Δύο λούτρινα ζωάκια ήταν καθισμένα στο ζωγραφισμένο γραφείο της ενώ μια μισή ντουζίνα κούκλες στο πάτωμα, όπως η Έλσα, η Μπάρμπι, η Άριελ. Στη μέση των παιχνιδιών καθόταν σταυροπόδι η κόρη μου και έκανε ότι μιλούσε στο τηλέφωνο: «Γεια σου, γιαγιά. Τι κάνεις;» είπε. Μετά από μια μικρή παύση συνέχισε: «Αλήθεια; Ωραία. Η μαμά πλένει τα πιάτα και, μόλις τελειώσει, θα πάμε στο πάρκο. Θες να έρθεις και εσύ μαζί μας;». Μετά ακολούθησε και πάλι μια παύση. «Εντάξει, λοιπόν, κανένα πρόβλημα. Τώρα όμως πρέπει να σε αφήσω. Σ’ αγαπάω, γιαγιά. Μου λείπεις! Αντίο!». Και τότε κόρη μου με κοίταξε κατάματα:

-Γεια σου, μαμά!

-Γεια σου, ζουζουνάκι. Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;

-Η γιαγιά. Τη ρώτησα αν θέλει να έρθει μαζί μας στο πάρκο, αλλά μου είπε ότι δεν μπορεί.

Μετά συνοφρυώθηκε και έριξε την ατάκα που πόνεσε πιο πολύ από όλες:

-Μου λείπει πολύ η γιαγιά.

«Χμ» σκέφτηκα «το ξεφούρνισε τελικά».

Δεν άφησα όμως να φανεί ο θυμός μου. Δεν άφησα να φανεί πόσο πόνεσα και πόσο απογοητευμένη ένιωσα εκείνη τη στιγμή που αισθανόταν αυτό το κενό. Αντιθέτως απλώς της απάντησα:

-Το ξέρω, ζουζουνάκι. Κι εμένα μου λείπει η γιαγιά.

Αλλά αυτό είναι το θέμα: Δεν μου λείπει η γιαγιά γιατί έφυγε από το μάταιο τούτο κόσμο ή γιατί ζει μακριά μας. Μου λείπει γιατί είναι άρρωστη -νοητικά και σωματικά- και λόγω αυτού είναι απούσα τόσο από τη δική μου ζωή όσο και από τη ζωή της κόρης μου.

Είναι δύσκολο να εντοπίσω χρονικά πότε ακριβώς αρρώστησε, αλλά είναι εξίσου δύσκολο να φανταστώ πότε θα θεραπευτεί. Διότι η ίδια μου η μητέρα δεν πιστεύει ότι πάσχει από κάτι. Αρνείται πεισματικά να αναζητήσει βοήθεια και κατηγορεί ότι οι γιατροί είναι «ο διάβολος». Ωστόσο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι παλεύει με ψυχική ασθένεια αρκετά χρόνια και συνεχίζει να μην έχει πάρει διάγνωση ούτε να έχει προχωρήσει σε θεραπεία.

Έπρεπε να το είχα καταλάβει, γιατί κι εγώ παλεύω με μια ψυχική ασθένεια σχεδόν ολόκληρη τη ζωή μου. Γνωρίζω τα σημάδια και μπορώ να διακρίνω τις στιγμές-ορόσημα. Ξέρω ότι η άρνηση για φαγητό και η αϋπνία είναι τα κόκκινα σημαιάκια, όπως επίσης το να μη θες να πας στη δουλειά, να αποφεύγεις συνέχεια να βγεις από το σπίτι και να μην πλησιάζεις το ντους.

Και παρόλο που η μητέρα μου δεν ξεσπάει σε κλάματα ξαφνικά ή χωρίς αιτία, είναι απίστευτα οξύθυμη. Πιστεύει ότι ο κόσμος είναι απειλητικός και η ζωή χωρίς ελπίδα. Η μόνη της ευχή είναι να την πάρει ο Θεός.

Συμμερίζομαι τις μάχες της και την καταλαβαίνω γιατί έχω περάσει κι εγώ από εκεί. Στην πραγματικότητα είμαι ακόμα εκεί – έχω άγχος, κατάθλιψη και διαταραχή μετατραυματικού στρες. Αλλά είναι πολύ δύσκολο να μιλήσεις σε κάποιον που αρνείται τα πάντα, να αγαπήσεις κάποιον που δεν αγαπάει τον εαυτό του και να τον βοηθήσεις όσο πιστεύει ότι δεν χρειάζεται καμία βοήθεια. Και το κυριότερο, είναι πολύ δύσκολο να βλέπεις κάποιον να οδηγείται αργά προς στο θάνατο. Ειδικά αν αυτός ο κάποιος είναι η ίδια σου η μητέρα.

Είναι οδυνηρό γιατί υπάρχουν τόσα πράγματα που μου λείπουν από εκείνη. Πράγματα που ξέρω ότι δεν μπορώ να έχω ξανά. Νοσταλγώ τις μέρες που ήμασταν και οι δύο νέες. Όταν με κυνηγούσε μέσα στο σπίτι γελώντας και καθόταν δίπλα μου και ζωγραφίζαμε με τις ώρες. Όταν μου τραγουδούσε ακόμα και όταν την κορόιδευα που δεν μπορούσε να πιάσει τις ψηλές νότες. Ξέρω ότι δεν μπορώ να γυρίσω το χρόνο πίσω, αλλά υπάρχουν πράγματα που θα ήθελα να τα χαίρομαι ακόμα. Απλά, καθημερινά πράγματα, που τώρα είναι τόσο πολύ δύσκολο να της τα ζητήσω και όποτε τα σκέφτομαι μου αφήνουν έναν κόμπο στο στομάχι και ένα βάρος στην καρδιά. Θα ήθελα να μπορούσα να την πείσω να ζητήσει βοήθεια. Θα ήθελα να τη δω να αγαπάει τον εαυτό της ξανά και να τον φροντίζει. Και θα ήθελα να ξαναφτιάχναμε τη σχέση μας. Την πραγματική μας σχέση μητέρας και κόρης.

Και μετά υπάρχουν και πράγματα που εύχομαι να μη συνέβαιναν , πράγματα που με θυμώνουν πραγματικά πάρα πολύ. Αυτά τα αρνητικά συναισθήματα που δημιουργεί στην εγγονή της, χωρίς την πρόθεσή της βέβαια.

Στο τέλος της μέρας η μητέρα μου αγαπάει την κόρη μου και η κόρη μου αγαπάει τη γιαγιά της. Πολύ. Αλλά, επειδή εκείνη βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση, σχεδόν δεν μιλάνε και δεν συναντούν ποτέ η μία την άλλη. Η γιαγιά ποτέ δεν έρχεται να μας  επισκεφτεί, ποτέ δεν μας προσκαλεί στο σπίτι της και ποτέ δεν έχει έρθει να την κρατήσει όταν δουλεύω. Ποτέ. Ούτε μία φορά.

Κατά κάποιον τρόπο καλύτερα, γιατί δεν είναι καθόλου σε θέση να φροντίσει ένα μικρό παιδί. Αλλά όλο αυτό πονάει. Πονάει τόσο πολύ. Σε σημείο που, όταν το σκέφτομαι συνέχεια, λυγίζω. Κλαίω και θρηνώ για την απώλεια της μητέρας που είχα, μιας μητέρας που ζει, αναπνέει, υπάρχει στη γη, αλλά είναι σαν να έχει φύγει. Και κυρίως θρηνώ την απώλεια της γιαγιάς για την κόρη μου. Μια γιαγιά για την οποία ελπίζω κάθε μέρα ότι θα βρει τον εαυτό της και θα συνειδητοποιήσει ότι η ζωή αξίζει να προσπαθείς να τη ζεις κάθε μέρα!

Μαρία Π.