Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ανάπτυξη των απαραίτητων για κάθε παιδί ικανοτήτων γραφής και ανάγνωσης, ξεκινάει στο οικογενειακό του περιβάλλον από πολύ νωρίς. Και ενώ ο «πόλεμος της ανάγνωσης» συνεχίζεται εδώ και δεκαετίες, το να επικεντρωνόμαστε στους γονείς των πιο φτωχών παιδιών, όχι μόνο δεν βοηθά στην επιτυχία τους στο σχολείο, αλλά αποτελεί πρόβλημα από μόνο του.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο των New York Times o δημοσιογράφος Douglas Quenqua αναφέρει μια μελέτη προ εικοσαετίας ως «μια εκπαιδευτική μελέτη σταθμό, η οποία κατέληξε ότι μέχρι την ηλικία των τριών ετών, τα παιδιά των οικονομικά ασθενέστερων οικογενειών έχουν ακούσει 30 εκατομμύρια λιγότερες λέξεις σε σχέση με τα παιδιά που προέρχονται από τις εύπορες οικογένειες, έχοντας έτσι ένα εκπαιδευτικό μειονέκτημα όταν αρχίσουν το σχολείο». Αναφέρει, επίσης, και μια νέα μελέτη της καθηγήτριας ψυχολογίας Kathryn Hirsh-Pasek,από το πανεπιστήμιο Temple η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έχει μεγαλύτερη σημασία η ποιότητα παρά η ποσότητα των λέξεων που ακούει ένα παιδί στο σπίτι του.
Η «μελέτη σταθμός» είναι μια μελέτη του 1995 από τους Αμερικάνους ψυχολόγους Betty Hart και Todd Risley. Στα ευρήματα τους καταλήγουν ότι το κλειδί για την ανάπτυξη του λόγου του παιδιού είναι η ποσότητα των λέξεων που ακούει. Σημειώνουν ότι ένας σημαντικός τρόπος να αξιολογηθεί η φροντίδα ενός παιδιού είναι η ποσότητα των συνομιλιών του με όσους το φροντίζουν.
Αυτό όμως που δεν αναφέρει το άρθρο των New York Times είναι ότι οι ερευνητές της εκπαίδευσης Curt Dudley-Marling και Krista Lucas απέρριψαν την έρευνα των Hart και Risley, χαρακτηρίζοντας την προκατειλημμένη υπέρ των παιδιών της μέσης και της υψηλής τάξης. Έδειξαν ότι η μελέτη, στην σχεδίαση και στην επιλογή των συμμετεχόντων, είχε ενσωματωμένες υποθέσεις και προκαταλήψεις για τον φτωχότερο πληθυσμό. Έτσι, οι Dudley-Marling και Lucas υποστήριξαν ότι από τη μελέτη του 1995 δεν μπορούσαν να εξαχθούν συμπεράσματα για τον γενικό πληθυσμό.
Επίσης, ασχέτως αν μέχρι τώρα ο διάλογος επικεντρωνόταν στην ποιότητα ή την ποσότητα των λέξεων, παραμένουμε παγιδευμένοι σε μία «λογική του μειονεκτήματος». Προσδιορίζουμε δηλαδή μια κατάσταση ή ένα άτομο από αυτό που του λείπει – στην συγκεκριμένη περίπτωση γονείς που μιλούν στα παιδιά τους με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Το μειονέκτημα συχνά αντανακλά στερεότυπα και προκαταλήψεις.
Κατηγορώντας τους φτωχούς
Οι ισχυρισμοί της Hirsc-Pasek σχετικά με την ποιότητα των λέξεων περιπλέκει την αντίληψη ότι η γλώσσα σχετίζεται μόνο με τον αριθμό των λέξεων που μεταδίδονται σε ένα παιδί. Τελικά όμως , η στροφή της προσοχής μας στην ποιότητα της γλώσσας που ακούει ένα παιδί στα πρώτα χρόνια του δεν αρκεί για μια αναβάθμιση της συνολικής πολιτικής μας στο ζήτημα.
Ο διάλογος δεν έχει ακόμα ξεφύγει από την παγίδα του να κατηγορούμε για κάτι τους πιο φτωχούς γονείς. Εξακολουθούμε να θεωρούμε ότι τα ελαττώματα των γονέων κληρονομούνται από τα παιδιά τους, και έτσι οι φτωχοί απλά κατηγορούνται για την φτώχεια τους. Υπάρχει ένα μειονέκτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί : πρώτα χρειάζονταν περισσότερες και τώρα πιο ποιοτικές λέξεις.
Καμία προσέγγιση ως τώρα δεν μεταθέτει την προσοχή μας από τα θύματα της φτώχειας στις κοινωνικές συνθήκες που την προκαλούν. Συντηρούνται στην γραμματική και στο λεξιλόγιο γλωσσικές διαφορές ανάμεσα στις τάξεις, που όμως είναι αποτέλεσμα όχι αποτυχημένων ανθρώπων αλλά μιας άνισης κοινωνίας.
Ο τρέχων διάλογος επιτρέπει στα πολιτιστικά στερεότυπα να καθορίσουν την κατεύθυνση και την ερμηνεία της έρευνας τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Ασχέτως αν διαφωνούμε για το αν οι γονείς που ανήκουν στα κατώτερα οικονομικά στρώματα πρέπει να μοιράζονται περισσότερες ή ποιοτικότερες λέξεις με τα παιδιά τους, εξακολουθούμε να τους κατηγορούμε αντί να ασχοληθούμε με τις κοινωνικές ανισότητες που δημιουργούν την φτώχεια.
Το να διδάσκουμε απλώς ένα πλουσιότερο και καλύτερο λεξιλόγιο στο σχολείο, δεν οδηγεί στην αντιμετώπιση του προβλήματος και αποδεικνύει ότι η τρέχουσα επιστημονική έρευνα είναι ανεπαρκής. Αν η εκπαίδευση δεν απαλλαγεί από τα στερεότυπα μας, τόσο εμείς όσο και οι μικροί μαθητές θα συνεχίζουμε να αποτυγχάνουμε.
Τι μηνύματα περνάνε
Σε ένα πρόσφατο άρθρο του περιοδικού The Conversation o Dennis Hayes παρατηρεί πώς στο Ηνωμένο Βασίλειο η εκπαίδευση έχει αποτύχει να ενσωματώσει τα αποτελέσματα των επιστημονικών ερευνών στην πράξη. Πολύ παλιότερα, το 1947, ανάλογο πρόβλημα παρατήρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Lou LaBrant, πρόεδρος του εθνικού συμβουλίου καθηγητών αγγλικών, σχετικά με «την απόσταση ανάμεσα στην έρευνα και την χρήση της έρευνας στο σχολικό πρόγραμμα και στις σχολικές μεθόδους». Η έλλειψη εκπαιδευτικών πρακτικών βασισμένων στην έρευνα είναι ένα πρόβλημα πολλών χωρών και διαρκεί δεκαετίες.
Το ζήτημα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από την επιμονή των μέσων ενημέρωσης να προτιμούν την προβολή ενός δελτίου τύπου κάποιου think tank – συχνά χωρίς επιστημονικό έλεγχο – από τις δυσνόητες στο κοινό έρευνες των πανεπιστημίων.
Ο καθηγητής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο της Φλόριδα Anders Ericsson αντιμετώπισε αυτό ακριβώς το πρόβλημα όταν ο δημοσιογράφος Malcolm Gladwell παρερμήνευσε την μελέτη του και καθιέρωσε τον δημοφιλή κανόνα των 10000 ωρών – ότι δηλαδή το μεγαλείο επιτυγχάνεται με συγκεκριμένης διάρκειας εξάσκηση. Ο Ericsson ζήτησε να μην βρίσκεται η έρευνα στα χέρια κυρίως των δημοσιογράφων: «Θα πρέπει τουλάχιστον η κάλυψη από τα ΜΜΕ, να μην περιέχει εσφαλμένα στοιχεία, ενισχύοντας τις λανθασμένες αντιλήψεις του κοινού».
Καθώς το ενδιαφέρον για τον παιδικό αλφαβητισμό αυξάνεται, η έρευνα πολλές φορές μπορεί να αποτελέσει το πρόβλημα και όχι την λύση, αν την δούμε υπό το πρίσμα των καθιερωμένων στερεοτύπων και των αυθαίρετων υποθέσεων. Πρέπει να συνδεθεί η παιδαγωγική μελέτη με την σχολική πρακτική, αλλά, με έναν τρόπο που δε θα περιέχει απλουστεύσεις και δεν θα διαιωνίζει την αντιμετώπιση των φτωχότερων οικογενειών ως κοινωνικά μειονεκτουσών κατηγοριών.