Σχεδόν ένα στα επτά ζευγάρια βρίσκεται αντιμέτωπο με την υπογονιμότητα, ένα από τα πιο «σιωπηλά» προβλήματα της σύγχρονης ζωής και χρειάζεται ιατρική θεραπεία. Η υπογονιμότητα αφορά και τους άνδρες και τις γυναίκες.
Στο 50% των ζευγαριών εντοπίζεται ανδρικός παράγοντας υπογονιμότητας σε συνδυασμό με μη φυσιολογικές παραμέτρους σπέρματος. Ωστόσο, μια γόνιμη σύντροφος μπορεί να «αντισταθμίσει» το πρόβλημα της γονιμότητας του άνδρα και κατά συνέπεια η υπογονιμότητα συνήθως εκδηλώνεται εάν και οι δύο σύντροφοι έχουν μειωμένη γονιμότητα.
Η υπογονιμότητα και οι τρόποι αντιμετώπισής της βρέθηκαν πρόσφατα στο μικροσκόπιο των ειδικών, στο πλαίσιο της 7ης επιστημονικής εκδήλωσης της Ελληνικής Εταιρίας Αναπαραγωγικής Ιατρικής, όπου κατατέθηκαν απόψεις και τεκμηριωμένες γνώσεις σε θέματα ανδρικής υπογονιμότητας και στη σχέση της με τις μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησαν οι επιστήμονες, ένα στα επτά ζευγάρια αντιμετωπίζει προβλήματα όταν προσπαθεί να συλλάβει το πρώτο του παιδί και για μικρό ποσοστό οι δυσκολίες συνεχίζονται και μετά, στην προσπάθεια να αποκτήσει και άλλα παιδιά. Ποσοστό 3% των γυναικών παραμένουν χωρίς τη θέλησή τους άτεκνες, ενώ το 6% των γυναικών που έχουν γεννήσει δεν μπορούν να έχουν τόσο παιδιά όσα θα ήθελαν. Η ηλικίας της γυναίκας είναι η πιο σημαντική μονή μεταβλητή που επηρεάζει το αποτέλεσμα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Η συμμετοχή του ανδρικού παράγοντα στις επανειλημμένες αποτυχίες εμφύτευσης αποδόθηκε σε ένα πολυπαραγοντικό μοντέλο επίδρασης της θυρεοειδοπάθειας και της ανεπάρκειας της βιταμίνης D που μπορεί να συνυπάρχει, καθώς και των παραμέτρων του σπέρματος και της ηλικίας του άνδρα. Οι ειδικοί στάθηκαν περισσότερο στους αντιοξειδωτικούς παράγοντες και στον κατακερματισμό του DNA του σπέρματος, μιας και τα τελευταία χρόνια έχουν τεθεί υπό το φως της τρέχουσας έρευνας στο πεδίο της ανδρικής υπογονιμότητας.
Ανδρολόγοι και εμβρυολόγοι προσέγγισαν, με λεπτομερή αναφορά στην διεθνή βιβλιογραφία, αλλά μεταφέροντας ταυτόχρονα και την εμπειρία τους από τα κέντρα της καθημερινής τους πρακτικής, τις θεραπευτικές δυνατότητες που αναδεικνύονται με τη χρήση των μεθόδων Ενδοκυτταροπλασματικής Έγχυσης Μορφολογικά Επιλεγμένων Σπερματοζωαρίων (IMSI) και της Έγχυσης Φυσιλογικών Σπερματοζωαρίων (PICSI), οι οποίες στηρίζονται στο διαχωρισμό και την επιλογή των φυσιολογικών σπερματοζωαρίων, πριν γονιμοποιηθεί το ωάριο στο εργαστήριο. Με τον τρόπο αυτό προσπαθούν να αποκλείσουν βλάβες που έχουν βαθύτερο γενετικό υπόστρωμα στα σπερματοζωάρια και διασφαλίζουν καλύτερα αποτελέσματα στην εμφύτευση αλλά και στην συνέχιση μιας αρχόμενης εγκυμοσύνης μετά από IVF λόγω ανδρικού παράγοντα.
protothema.gr