Μια έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Indiana ανακάλυψε ότι η σεξουαλική δραστηριότητα κινητοποιεί βιολογικές αλλαγές στο σώμα οι οποίες αυξάνουν τις πιθανότητες μιας γυναίκας να μείνει έγκυος ακόμα κι εκτός της περιόδου της ωορρηξίας.
Τα αποτελέσματα θα μπορούσαν τελικά να επηρεάσουν τις συστάσεις που σχετίζονται με τη συχνότητα επαφής των ζευγαριών προκειμένου να επιτευχθεί εγκυμοσύνη. Θα μπορούσαν, επίσης, να επηρεάσουν τις θεραπείες των ανθρώπων που έχουν αυτοάνοσα νοσήματα.
Τα συμπεράσματα αναλύονται σε δημοσιεύσεις στα περιοδικά Fertility and Sterility καιPhysiology and Behavior.
Η βασική συγγραφέας και των δύο δημοσιεύσεων είναι η Tierney Lorenz, επισκέπτρια επιστημονική ερευνήτρια στο Kinsey Institute. Η Julia R. Heiman, καθηγήτρια στο τμήμα ψυχολογικών επιστημών και επιστημών του νου και ο Gregory E. Demas, καθηγητής στο τμήμα βιολογίας είναι επίσης συγγραφείς της μελέτης.
«Είναι συνήθης σύσταση στα ζευγάρια που προσπαθούν να αποκτήσουν παιδί να έχουν πολύ συχνά σεξουαλικές επαφές ώστε να αυξήσουν της πιθανότητες εγκυμοσύνης – ακόμα και σε μη γόνιμες περιόδους- αν και είναι ασαφές το πώς λειτουργεί όλο αυτό.» είπε η Lorenz. «Αυτή η έρευνα είναι η πρώτη που δείχνει ότι η σεξουαλική δραστηριότητα προκαλεί κάποια είδη ανοσίας που υποστηρίζουν τη σύλληψη.»
«Είναι μια νέα απάντηση σε έναν παλιό γρίφο: Πώς οι επαφές που δε συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της γόνιμης περιόδου εξακολουθούν να βελτιώνουν τη γονιμότητα;»
Κάποιες παλιότερες μελέτες δείχνουν ότι υπάρχουν αλλαγές στο ανοσοποιητικό σύστημα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά τη γέννηση καθώς και κατά τη διάρκεια του εμμηνορροϊκού κύκλου. Αλλά, η συγκεκριμένη έρευνα είναι η πρώτη που δείχνει ότι η σεξουαλική δραστηριότητα επηρεάζει αυτές τις αλλαγές με ξεκάθαρες διαφορές ανάμεσα στα ανοσοποιητικά συστήματα γυναικών που είναι σεξουαλικά δραστήριες και αυτών που δεν είναι.
Τα αποτελέσματα είναι βασισμένα σε πληροφορίες από συμμετέχουσες στην μελέτη του Kinsey Institute WISH Study — Women, Immunity and Sexual Health — η οποία συνέλεξε στοιχεία κατά τη διάρκεια του εμμηνορροϊκού κύκλου 30 υγιών γυναικών εκ των οποίων οι μισές ήταν σεξουαλικά ενεργές και οι μισές απείχαν.
Στην πρώτη εργασία η Lorenz και οι συνάδελφοι αναφέρουν ότι οι σεξουαλικά δραστήριες γυναίκες παρουσίασαν μεγαλύτερες αλλαγές στα βοηθητικά Τ κύτταρα και στις πρωτεΐνες που χρησιμοποιούν τα κύτταρα αυτά για να επικοινωνούν. Στη δεύτερη δημοσίευση αναφέρουν διαφορές στα επίπεδα αντισωμάτων μεταξύ των δύο ομάδων.
Τα βοηθητικά Τ κύτταρα διαχειρίζονται το ανοσοποιητικό σύστημα εν μέρει ενεργοποιώντας τα κύτταρα που καταστρέφουν τα εισβάλλοντα στο σώμα μικρόβια. Τα αντισώματα παράγονται από τα λευκά αιμοσφαίρια και παίζουν σημαντικό ρόλο καταπολεμώντας τους ξένους εισβολείς στο σώμα.
«Το γυναικείο σώμα πρέπει να χειριστεί ένα περίπλοκο δίλημμα» είπε η Lorenz «Προκειμένου να προστατευτεί το σώμα πρέπει να αμυνθεί ενάντια σε ξένους εισβολείς. Αλλά, αν εφαρμόσει αυτή τη λογική στο σπέρμα ή στο έμβρυο, τότε δεν μπορεί να προκύψει εγκυμοσύνη. Οι μεταβολές στην ανοσία που βιώνουν οι γυναίκες μπορεί να είναι η απάντηση σε αυτό το πρόβλημα.»
Υπάρχουν διάφορα είδη βοηθητικών Τ κυττάρων και αντισωμάτων. Ο τύπος 1 των Τ κυττάρων βοηθάει το σώμα στην άμυνα ενάντια σε εξωτερικές απειλές. Ο τύπος 2 των Τ κυττάρων βοηθάει το σώμα να δεχτεί τις πλευρές της εγκυμοσύνης τις οποίες αλλιώς το σώμα θα εκλάμβανε ως ξένους εισβολείς, όπως το σπέρμα και το εμφανιζόμενο έμβρυο.
Ομοίως, η ανοσοσφαιρίνη Α -που βρίσκεται κατά κύριο λόγο στους βλεννογόνους του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος- μπορεί να παρέμβει στην κίνηση του σπέρματος και σε άλλες πλευρές της γονιμοποίησης. Η ανοσοσφαιρίνη G- που βρίσκεται στο αίμα- καταπολεμά τις ασθένειες χωρίς να σχετίζεται με τη μήτρα.
Η Lorenz και οι συνάδελφοί της βρήκαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα βοηθητικών Τ κυττάρων τύπου 2 σε σεξουαλικά δραστήριες μη εγκύους γυναίκες κατά τη διάρκεια της ωχρινικής φάσης του κύκλου η οποία είναι η περίοδος κατά την οποία το ενδομήτριο παχαίνει προετοιμαζόμενο για πιθανή εγκυμοσύνη. Υψηλότερα επίπεδα των κυττάρων Τ τύπου 1 βρέθηκαν στις ίδιες γυναίκες στην θυλακιώδη φάση , την περίοδο κατά την οποία τα ωοθυλάκια ωριμάζουν.
Βρήκαν επίσης αλλαγές στις ανοσοσφαιρίνες, με ανεβασμένα επίπεδα ανσοσφαιρίνης G κατά την ωχρινική φάση και υψηλά επίπεδα ανοσοσφαιρίνης Α κατά την θυλακιώδη φάση.
Καμία από αυτές τις μεταβολές δεν παρατηρήθηκε στις σεξουαλικά μη δραστήριες γυναίκες.
«Βλέπουμε το ανοσοποιητικό σύστημα να ανταποκρίνεται σε μια κοινωνική συμπεριφορά: τη σεξουαλική δραστηριότητα» είπε η Lorenz «Τα ανοσοποιητικά συστήματα των σεξουαλικά δραστήριων γυναικών ετοιμαζόντουσαν εκ των προτέρων για την παραμικρή πιθανότητα εγκυμοσύνης.»
Και οι δύο μελέτες συνεισφέρουν σε έναν αυξανόμενο όγκο στοιχείων που αποδεικνύουν ότι το ανοσοποιητικό σύστημα δεν είναι ένα παθητικό σύστημα που περιμένει να αντιδράσει σε εξωτερικές απειλές, αλλά, ένα ιδιαίτερα δραστήριο σύστημα που αλλάζει ανταποκρινόμενο σε εξωτερικά ερεθίσματα, όπως το φυσικό περιβάλλον και η κοινωνική συμπεριφορά.
Οι μελέτες μπορεί επίσης να φωτίσουν προηγούμενες έρευνες οι οποίες είχαν βρει ανεξήγητες μεταβολές στις αντιδράσεις του ανοσοποιητικού συστήματος των γυναικών. Η αναγνώριση ότι η σεξουαλική δραστηριότητα μπορεί να προκαλέσει φυσικές διακυμάνσεις στις τιμές των αιματολογικών εξετάσεων θα μπορούσε να χρησιμεύσει στους γιατρούς που έχουν ασθενείς με διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος, είπε η Lorenz .
Πηγή : news.indiana.edu
Το διαβάσαμε στο betterparents.gr