Μεγάλωσα σε μια οικογένεια γεμάτη αγάπη. Η οικογένειά μου αποτελούνταν από τη μαμά μου, τη γιαγιά, τον παππού κι εμένα. Άρχισα να καταλαβαίνω πως κάτι «λείπει» όταν ξεκίνησα το σχολείο. Όλα τα παιδιά είχαν και πατέρα. Εγώ;
Γεμάτος απορία και ανησυχία ρώτησα τη μητέρα μου πού είναι ο δικός μου μπαμπάς. Η μητέρα μου ξαφνιάστηκε. Πρώτη φορά την είδα να χάνει τα λόγια της. Δεν μου έδωσε ξεκάθαρη απάντηση. Με ρώτησε μόνο αν μου λείπει κάτι. «Αφού έχουμε τόσο όμορφη οικογένεια. Τι τον θέλουμε τον μπαμπά;», μου είπε γελώντας και άλλαξε θέμα.
Ήμουν, όμως, πολύ επίμονος. Τότε, δεν καταλάβαινα ότι προσπαθούσε να αποφύγει να μου απαντήσει. Δεν είχε περάσει από το μυαλό μου ότι ήταν δύσκολο να μου δώσει μια απάντηση. Γι’ αυτό, τη ρωτούσα ξανά και ξανά για τον πατέρα μου, όμως κι εκείνη μου έδινε συνέχεια την ίδια απάντηση. Μια μέρα, αναφέρθηκα σε αυτό το θέμα μπροστά στη γιαγιά μου. Κι εκείνη ταράχτηκε. Η μητέρα μου έδειξε εκνευρισμένη, σε αντίθεση με τις άλλες φορές που τη ρωτούσα. «Σταμάτα, πια να ρωτάς! Είπαμε δεν μας νοιάζει! Δεν σου αρκούμε εμείς που σε αγαπάμε;».
Κοίταξα τη γιαγιά βουρκωμένος. Εκείνη καταλάβαινε την αγωνία μου. Παρά την ταραχή της χαμογέλασε καθησυχαστικά. Εκείνο το χαμόγελο που με έκανε να μη φοβάμαι. Που πάντα «φορούσε» όταν με μάλωνε η μαμά! Εξάλλου, η γιαγιά πάντα με υπερασπιζόταν! Δεν μου έκανε όλα τα χατίρια, όμως σε κάθε διαφωνία έπαιρνε το μέρος μου και συζητούσε πολλές φορές μαζί μου όταν είχα κάποιο πρόβλημα.
Το ίδιο έκανε και τώρα. «Μάλωσε» τη μαμά μου που μου μίλησε με αυτό τον τρόπο και της είπε ότι έχω δικαίωμα να ξέρω ποιος είναι ο πατέρας μου και πού βρίσκεται.
Η μητέρα μου έμεινε για λίγα λεπτά αμίλητη. Έπειτα με πήρε στην αγκαλιά της.
«Ο πατέρας σου ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος», είπε, «Σκοτώθηκε σε ένα εργατικό ατύχημα όταν ήμουν έγκυος…».
Από τότε, πήρα θάρρος. Της ζητούσα να δω φωτογραφίες του και τη ρωτούσα διάφορες πληροφορίες. Κι η μητέρα μου μού έλεγε τόσες ιστορίες από τη ζωή τους! Τώρα πια δεν ταραζόταν όταν μου μιλούσε για αυτόν. Πόσο υπέροχος άνθρωπος ήταν ο πατέρας μου! Τον έλεγαν Μαρίνο…
Όσο μεγάλωνα ένιωθα όλο και πιο περήφανος που είχα έναν τέτοιο πατέρα! Έναν πατέρα ήρωα, έναν πατέρα οικογενειάρχη, που δούλευε σκληρά για να τα βγάλει πέρα…
Μα τα χρόνια περνούσαν και δεν είχα δει ούτε μια φωτογραφία του. Πώς είναι δυνατόν να μην έχει κρατήσει ούτε μια φωτογραφία από τον πατέρα μου; Και οι γονείς του; Δεν είχε άλλους συγγενείς; Αδέλφια, θείους… Ακόμα, πού ήταν ο τάφος του; Ήθελα να πάω να του αφήσω ένα λουλούδι, να τον «συναντήσω» έστω κι έτσι…
Υπήρχαν τόσα πολλά πράγματα που δεν μπορούσα να καταλάβω. Και κανείς δεν μου έδινε απαντήσεις, μόνο γενικολογίες και αναβολές… Φωτογραφίες δεν υπήρχαν, συγγενείς δεν είχε, οι γονείς του είχαν κι αυτοί πεθάνει και ο τάφος του… ήμουν πολύ μικρός ακόμα για να τον επισκεφθώ… Άλλωστε, βρισκόταν σε μια μακρινή πόλη…
Όλα αυτά, όσο ήμουν μικρός μπορεί να με στεναχωρούσαν, μα τα πίστευα. Όταν μεγάλωσα, όμως, καταλάβαινα ότι κάτι δεν πάει καλά. Κι ήταν και κάτι ακόμα… Είχα το επώνυμο της μητέρας μου, όχι του πατέρα μου, αν και μου είχαν πει ότι όταν σκοτώθηκε ήταν παντρεμένοι. Αυτό είχε περάσει από το μυαλό μου πολύ καιρό τώρα, όμως δεν ήθελα να το συζητήσω με τη μητέρα μου. Δεν ήθελα γιατί ήξερα πως δεν θα μπορούσε να βρει μια αληθοφανή απάντηση… Κι ίσως γιατί βαθιά μέσα μου δεν ήθελα να μάθω την αλήθεια. Μου άρεσε αυτό το… παραμύθι του ήρωα πατέρα!
Όμως, τελικά έμαθα την αλήθεια…
Ήταν ένα ζεστό απόγευμα του καλοκαιριού. Όλοι μαζί καθόμαστε στη βεράντα του σπιτιού. Στην αυλόπορτα εμφανίστηκε ένας κύριος. Ήταν αξύριστος, με μακριά μαλλιά και βρόμικα ρούχα. Φαινόταν ταλαιπωρημένος. Η μητέρα μου μού είπε να μπω μέσα στο σπίτι. Ήταν ανήσυχη, αλλά ο άνθρωπος αυτός φαινόταν άκακος. Μπήκα μέσα μόνο γιατί ήθελα να βρω κάτι για να του δώσω να φάει. Έφτιαξα στα γρήγορα ένα σάντουιτς, μέχρι να βγω όμως η μητέρα μου τον είχε διώξει. Μάλιστα, άκουσα και φωνές. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί του μίλησε τόσο άσχημα. Τον είδα να φεύγει και – δεν ξέρω για ποιο λόγο – έτρεξα για να τον προλάβω. Η μητέρα μου μού φώναζε, όμως η γιαγιά την κράτησε και τη συμβούλεψε να με αφήσει. Του έδωσα το σάντουιτς και εκείνος με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο τρυφερότητα. «Σε ευχαριστώ, μικρέ μου», μού είπε, «Ήμουν σίγουρος ότι θα είχες γίνει τόσο καλό παιδί. Μα δεν ήρθα για να ζητήσω φαγητό». Έμεινε λίγα λεπτά να με κοιτάζει δακρυσμένος έχοντας τα χέρια του στα μάγουλά μου. Μου έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και απομακρύνθηκε. Γύρισα σπίτι κι είδα τη μητέρα μου να κλαίει…
Και τότε μου τα εξήγησε όλα… Αυτή τη φορά μού είπε την αλήθεια…
Με τον πατέρα μου δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Λίγους μήνες μετά τη γνωριμία τους, ο πατέρας μου συνελήφθη για κλοπή, μαζί με μια συμμορία που έκλεβε αυτοκίνητα και ύστερα τα πουλούσε στο εξωτερικό. Εκείνος μεσολαβούσε για τις πωλήσεις. Στο δικαστήριο υποστήριζε ότι δεν γνώριζε πως τα αμάξια είναι κλεμμένα. Η μητέρα μου τον πίστεψε. Οι δικαστές όμως όχι. Είχαν μπει οι υπογραφές του σε διάφορα έγγραφα. Για τους υπόλοιπους δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία… Έτσι, τελικά, αφού δεν μπορούσαν να καταδικάσουν τα υπόλοιπα μέλη, καταδίκασαν εκείνον.
Έμεινε στη φυλακή μερικά χρόνια. Η μητέρα μου όμως του είπε πως δεν θέλει πια να έχουν καμία σχέση, γιατί θεωρούσε πως θα μου κάνει κακό η επαφή μαζί του. Μπορεί και να ήταν αθώος… ήταν όμως μέσα στη φυλακή! Γι’ αυτό και μου είπε όλα αυτά τα ψέματα.
Όταν αποφυλακίστηκε, προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη μητέρα μου. Μετά από πολλές προσπάθειες έμαθε τη διεύθυνσή μας και ήρθε. Ήθελε τουλάχιστον να δει τον γιο του από μακριά.. Να δει εμένα….
Όταν τον έδιωξε η μητέρα μου, έφυγε χωρίς να φέρει αντίσταση. Δεν ήθελε να μου κάνει κακό… Η αντίδρασή μου και η συγκίνησή του όταν πήγα κοντά του έκαναν τη μητέρα μου να αλλάξει γνώμη. Κατάλαβε ότι πρέπει να μου πει επιτέλους την αλήθεια…
Περίμενε να θυμώσω ή να στεναχωρηθώ… Όχι.. Χάρηκα που δεν είναι τελικά νεκρός! Η μητέρα μου δίσταζε όλα αυτά τα χρόνια γιατί δεν ήθελε να μου πει πως ο πατέρας μου είναι στη φυλακή. Όμως, δεν σκέφτομαι τα λάθη του παρελθόντος… Όλοι κάνουμε λάθη…
Ύστερα από λίγες μέρες, συνάντησα ξανά τον πατέρα μου. Δεν μιλούσε. Έδειχνε πολύ συγκινημένος. Κατάφερε μόνο να πει:
«Όλα αυτά τα χρόνια σε σκεφτόμουν. Φοβόμουν ότι θα ντρέπεσαι για μένα. Σε ευχαριστώ που δεν απογοητεύτηκες».
«Είμαι περήφανος για σένα, πατέρα! Σε ευχαριστώ που με έψαξες…».