Μια φράση, τρεις λέξεις. Την άκουσα χθες αβίαστα απο την κόρη μου…
Πηγαίνοντας σε γνωστό κατάστημα επίπλων σκανδιναβικής χώρας και μόλις είχαμε παρκάρει. Βγαίνω με την πριγκίπισσά μου από το αυτοκίνητο και ενώ ξεκινάμε να περπατήσουμε προς την πόρτα του πολυκαταστήματος μου ζητάει αγκαλιά.
Κοντοστέκομαι και σκέφτομαι μήπως δεν κάνει… μήπως δεν πρέπει να την πάρω αγκαλιά γιατί μπορεί να κακομάθει. Άλλωστε μόλις βγήκαμε απο το αυτοκίνητο σκέφτομαι… δεν μπορεί να είναι τόσο κουρασμένη… μα δεν περπατήσαμε ούτε καν λίγα βήματα.
«Αργότερα αγάπη μου…», της λέω για αρχή πειθόμενος σε εκείνη τη γνωστή γονεϊκή φιλοσοφία, ίσως παλαιότερων γονέων, που θέλει τα παιδιά να μην έχουν πάντα αυτό που θέλουν για να μάθουν να πειθαρχούν κάποιες φορές και να μην μας πάρουν τον αέρα…
«Μπαμπά αγκαλίτσα…», λέει εκείνη ακόμα πιο γλυκά αυτή τη φορά, σαν να το χρειάζεται πραγματικά, σαν το έχει απόλυτη ανάγκη…
Κοντοστέκομαι ξανά, χαμηλώνω το κεφάλι μου και της εξηγώ ότι τα παιδάκια δεν μπορούν να είναι συνέχεια στην αγκαλιά του μπαμπά ή της μαμάς, ότι πρέπει να περπατάνε και διάφορα άλλα τέτοια στερεότυπα που μας κληροδότησαν οι δικοί μας γονείς ή οι πολύξεροι φίλοι μας που μεγαλώσανε τόσα και άλλα τόσα παιδιά. Και όμως για τρίτη φορά ακούω τον άγγελό μου να ψιθυρίζει…. «Αχ βρε μπαμπά αγκαλίτσα… σε παρακαλώ»!
Χωρίς να κλαίει, χωρίς να διαμαρτύρεται, χωρίς να φωνάζει ή να χτυπιέται. Μοναχά ψιθυρίζει … «Αχ βρε μπαμπά αγκαλίτσα…σε παρακαλώ μπαμπάααααα»!
Διώχνω από το μυαλό μου στερεότυπα και όλες τις υπόλοιπες συμβουλές που οι καλοθελητάδες και οι δήθεν φίλοι έχουν σφηνώσει στο μυαλό μου. Εξοστρακίζω στο πυρ το εξώτερο εκείνη τη φωνή του μυαλού μου που μου επαναλαμβάνει σαν μια χαλασμένη κασέτα, σαν ενα κολλημένο τραγούδι «ναζάκια σου κάνει… μην ενδώσεις… θα σε κάνει ότι θέλει…». Χαμηλώνω το κορμί μου και το κεφάλι μου και παίρνω την μικρή μου πριγκίπισσσα αγκαλιά…
Μου χαμογελάει με εκείνο το αθώο χαμόγελό της, σφίγγει τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου με όση δύναμη έχει και σκύβοντας το κεφάλι της μου ψυθιρίζει «Μου λείπεις μπαμπά…» Και εκεί στο πάρκινγκ λίγα μέτρα από το αυτοκίνητο μας με κομμένα τα γόνατα, της απαντώ «και εμένα μου λείπεις καρδούλα μου…»
Και έχοντας αφήσει πλέον την αγκαλιά μου, περπατώντας προς την είσοδο του καταστήματος κρατώντας την πια από το χέρι, μονολογώ, εν μέσω δικών μου κλαμάτων, μιλώντας σχεδόν από μέσα μου, για να μη με ακούσει η μικρή: «Μου λείπεις κάθε μέρα και περισσότερο»
Γεώργιος Στ. Στάγκας
Πηγή : superdad.gr