7 μέρες στην κόλαση του μαιευτηρίου…
13 χρόνια μαμά σήμερα. Σε κάθε γενέθλια θυμάμαι και την αντίστοιχη γέννα. Τα παιδιά μου πάντα με ρωτάνε, μαμά πώς ήταν όταν γεννήθηκα, πες μου την ιστορία. Τη λέω και την ξαναλέω, και λες και την ακούνε με νέα αυτιά κάθε φορά, και βλέπω ότι το χαίρονται.
Η ιστορία της πρώτης μου γέννας, λοιπόν, όπως τη θυμάμαι (και τη σκέφτομαι) σήμερα.
Ηθελα πάντα να γεννήσω στο σπίτι, έχοντας μία δυσπιστία στην αποτελεσματικότητα (και στην αναγκαιότητα) των νοσοκομείων όσον αφορά τις φυσιολογικές γέννες. Μέχρι δε τις τελευταίες ώρες, η εγκυμοσύνη μου ήταν καλή, και όλα έβαιναν φυσιολογικά. Υπήρχε μία γιατρός, παλιά φίλη και φεμινίστρια, η οποία με παρακολουθούσε, και τελευταία, ψάχνοντας, βρήκα μία εκπληκτική, ψαγμένη μαία, να με βοηθήσει να γεννήσω στο σπίτι. «Όλα καλά». Αλλά δεν πήγαν όλα καλά. Ενώ ξεκίνησα να γεννάω στο σπίτι, κατέληξα στο νοσοκομείο, γιατί το μωρό ανεβοκατέβαινε, κι εγώ υποπτεύτηκα ότι την κρατούσε επάνω ο ομφάλιος λώρος. Ηταν μία σειρά από αισθήσεις/διαισθήσεις μου που αποδείχθηκαν όλες απολύτως ακριβείς – αλλά που δεν τις έλαβε κανείς (μα κανείς!) υπόψη, με αποτέλεσμα να γίνουν αμέτρητα ιατρικά λάθη, να δώσω μάχη για τη ζωή μου, και σήμερα να μπορώ να υπερηφανεύομαι ότι και οι δυό μας ζούμε από θαύμα!!!
Επίσης να μπορώ να λέω μετά βεβαιότητος πλέον ότι γνωρίζω ΤΙ είναι και ΠΩΣ είναι η κόλαση, γιατί έζησα 7 μέρες εκεί. Και εννοώ το ιδιωτικό μαιευτήριο όπου γέννησα το πρώτο μου παιδί. Εζησα όλη τη φρίκη του να σε γεμίζουν φάρμακα που σου κάνουν παρενέργειες, εσύ να τις νιώθεις αλλά αυτοί να μην σε πιστεύουν, του να μην σέβονται ούτε την προσωπικότητα ούτε την ιδιαιτερότητά σου ως άνθρωπο και ως οργανισμό – επειδή εκείνοι ως «επιστήμονες» (γιατροί, ειδικοί) «ξέρουν καλύτερα». Τι ξέρουν, δηλαδή – ξέρουν ότι γράφουν τα βιβλία τους, τα γραμμένα από άντρες με τις γνωστές κοινωνικές προκαταλήψεις που βαφτίζονται επιστήμη και εκλαμβάνονται ως ιερές αλήθειες, τα οποία εξετάζουν το σώμα ως αυτόνομο μηχάνημα αποκομμένο από την ψυχή και το πνεύμα… και βέβαια, ότι ισχύει για τον άνθρωπο-μητέρα, εκει μέσα, ισχύει και για τον άνθρωπο-παιδί. Λέω ότι έζησα 7 μέρες στην κόλαση γιατί έζησα 7 μέρες σε έναν χώρο που με αντιμετώπιζαν και εμένα και το παιδί μου ως πράγμα, ως αντικείμενο προς αντιμετώπιση, με παντελή έλλειψη σεβασμού… Μεγάλο μάθημα ζωής αυτό, που μου πήρε χρόνια να το χωνέψω και να θεραπεύσω το τραύμα που υπέστη η ψυχή μου από την όλη εμπειρία.
Εγώ, λοιπόν, έδωσα τη μάχη μου, επέζησα against the odds (για να μπορώ να γράφω τώρα αυτές τις λέξεις)… Και το μωρό; Το μωρό έκανα τρεις μέρες να το δω. Αργότερα έμαθα τη δική της ιστορία. Από το ζόρισμα το πολύ, με το που βγήκε από την κοιλιά μου (με «επείγουσα» καισαρική, οριακά πάντα στο χρόνο) τους έχεσε και τους κατούρησε όλους! Πάραυτα! Αγριεμένη φυσιογνωμία, μαλλί κατάμαυρο κι ατίθασο, πανκ, έκλαιγε διαρκώς μέχρι που το έφεραν σε μένα, τρείς μέρες αργότερα. Ταϊσμένο, βέβαια, όπως όλα τα μωρά (και βέβαια το έκανα μεγάλο θέμα ΚΑΙ αυτό), αλλά παρ’ όλο που δεν πεινούσε «τεχνικά», έπιασε το στήθος μου με πάθος κι άρχισε να θηλάζει. Και τότε ησύχασε. Για πρώτη φορά.
Επρεπε να επιμείνω για να μου φέρνουν το μωρό όποτε εκείνο ξυπνούσε και πεινούσε («μα αυτό ξυπνάει μέσα στη νύχτα!» ήταν η καθημερινή επωδός), έπρεπε να επιμείνω πολύ για να μην το ταϊζουν γάλα σκόνη («μα, είστε από καισαρική, μπορεί να μην έχετε γάλα» άλλη κλασσική ατάκα, όπου την τρίτη φορά που την άκουσα είπα πλέον «κυρία μου δεν βρίσκεστε μέσα στο βυζί μου, αφήστε εμένα να το αποφασίσω αυτό!») έπρεπε να δίνω μάχη για να μου επιτρέπουν να το κρατάω στο στήθος παραπάνω από τα ενδεικνυόμενα (από ποιόν, άραγε; Από τις γαλακτοβιομηχανίες, υποπτεύομαι) «τρία λεπτά από το ένα στήθος και τρία λεπτά από το άλλο»… Αυτό, πια, είναι μόνιμη πολιτική των μαιών των ιδιωτικών μαιευτηρίων, και δεν υπάρχει ευκολότερος τρόπος από αυτόν για να πάθεις μαστίτιδα και να σου κοπεί το γάλα – λέω για τη μαμά, μια που για το παιδί δεν γνωρίζει κανείς να μας πει «επιστημονικά» τι παθαίνει όταν το αποκόπτουν τόσο βίαια, με το ρολόι, από το μοναδικό πράγμα που μπορεί να ανακουφίσει το σώμα του και την ψυχή του στη φάση της ανάπτυξης που βρίσκεται…
Θυμάμαι ένα βράδυ, που το μωρό με τα ατίθασα μαλλιά είχε αποκοιμηθεί μπρούμυτα στο στήθος μου, εγώ μισοξαπλωμένη ανάσκελα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, από τις ελάχιστες στιγμές που είμαστε και οι δύο ήρεμες, γαλήνιες, και χαρούμενες, αυτή η (πρωτόγνωρη για μένα τότε) γλυκειά αίσθηση του να έχεις ένα μωρό να κοιμάται επάνω σου… Και μπαίνει ένας παιδίατρος, για «επίσκεψη», για «έλεγχο» του νεογνού, και μου λέει με περισπούδαστο και επιτιμητικό ύφος «κυρία μου, πώς το έχετε έτσι μπρούμυτα το παιδί; Είναι επικίνδυνο! Πρέπει να το βάλετε μέσα στην κούνια του, στο πλάι, αμέσως!» Και πήγε να σηκώσει τη μικρή, να την βάλει στο «πυρεξάκι» του μαιευτηρίου. Εκεί ξύπνησε η ύαινα (και όλα τα ζώα της ζούγκλας μαζί!) μέσα μου, και άκουσε πολλά για την ικανότητα παρατήρησης που είναι αναγκαία για έναν γιατρό που σέβεται τον εαυτό του, για την ημιμάθειά του, για την αδιακρισία του, για την έλλειψη σεβασμού προς μία μητέρα κι ένα παιδί που κοιμούνται ήσυχα και τους ενοχλεί, για, για, για). Για καλή του τύχη, δεν ξύπνησε το μωρό, γιατί θα άκουγε περισσότερα. Επίσης για καλή μας τύχη, δεν μας ξαναεπισκέφθηκε ο ίδιος (πού να τολμήσει!) Η αλήθεια είναι ότι με το να είμαι διεκδικητική των δικαιωμάτων μου και του μωρού (των αυτονότητων, των βασικών, αυτών που καλύπτονται από τις διεθνείς συμβάσεις μιλάμε τώρα, όχι τίποτα το εξεζητημένο) δεν είχαμε πολλές-πολλές επισκέψεις από το προσωπικό… Είχε πάρει το αυτί μου και το καταπληκτικό «στη Λ. πας, με ορό; Βοήθειά σου!» από τη μία μαία στην άλλη!
Το μωρό ήταν η αντιστάρ του ορόφου: έκλαιγε γοερά και ηχηρά όποτε βρισκόταν μακριά μου, και τα μαλλιά της αρνούνταν «να στρώσουν» παρόλες τις προσπάθειες των νοσηλευτριών και των μαιών που χτένιζαν τα μωράκια πριν τα φέρουν στις μαμάδες, να τα δουν και οι μπαμπάδες και οι συγγενείς «φροντισμένα», «καλοχτενισμένα». Κάποια στιγμή μου αποκαλύφθηκε ότι προσπάθησαν να της δώσουν γάλα με μπιμπερό (παρά τις δικές μου εντολές) και η μικρή τους το έφτυσε στη μούρη!!! Αυτό μου το είπαν για να μου δώσουν να καταλάβω «πόσο τζαναμπέτικο είναι αυτό το μωρό» και αποκαλύφθηκαν ότι πήγαν να του δώσουν μπιμπερό!!!
Καθόταν ήσυχα μόνο στο μπαμπά της, και ηρεμούσε μόνο στη μαμά της. Και – πού να το ξέραμε, τότε – κοιμόταν μόνο με μουσική ροκ-εν-ρολ…
Αυτά ακούγονται δύσκολα και ζοφερά, για αρχή μίας νέας ζωής – και ήταν! Αλλά σήμερα, όταν μιλάμε γι αυτά, μάλλον καλαμπουρίζουμε για το “αναρχικό” μωρό που έχεσε και κατούρησε “το κατεστημένο” και πήρε το αίμα της μαμάς του πίσω, και που έφτυσε το ξένο γάλα στα μούτρα της καημένης της νοσηλεύτριας που δεν άντεχε να το ακούει να ουρλιάζει, ταράζοντας τη μαύρη νύχτα, γιατί ήθελε τη μαμά της… Κι επειδή συχνά τώρα πια γίνεται λόγος για τα μαλλλιά και την κόμμωση της νεαρής κυρίας, γίνονται και ουκ ολίγες αναφορές στο πανκ μαλλί του νεογνού!!! Και αποδεικνύεται ξανά και ξανά στη ζωή μας οτι τα πράγματα είναι όπως τα βλέπουμε…