Τι συμβαίνει στον θυρεοειδή μιας εγκύου;
Οι 9 μήνες της εγκυμοσύνης αλλάζουν τη λειτουργία του οργανισμού της εγκύου, καθ’ όλη τη διάρκεια της κύησης. Η γυναίκα βλέπει όχι μόνο το κορμί της να μεταβάλλεται , αλλά νιώθει ότι και κάποιες λειτουργίες της είναι διαφορετικές. Οι ορμόνες της χορεύουν τρελά κάτι που έχει επιπτώσεις τόσο σε εκείνη όσο και στους γύρω της. Στο επιστημονικό κείμενο που θα διαβάσετε σήμερα θα ενημερωθείτε για όλες τις αλλαγές που συμβαίνουν στη λειτουργία του θυρεοειδούς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, πως και γιατί εμφανίζονται και τι πρέπει να κάνει η έγκυος τόσο για τη δική της ασφάλεια όσο και για την ασφάλεια του παιδιού που έχει μέσα της.
Της Αλεξανδρας Πιλόττι
Ενδοκρινολόγου – Διαβητολόγου
Οι παθολογίες του θυρεοειδή κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι αρκετά συχνές, αν και πολλές φορές δεν γίνεται γρήγορη διάγνωση καθώς η διερεύνηση της λειτουργίας του θυρεοειδή και η αναζήτηση των αντισωμάτων έναντι του θυρεοειδή δεν θεωρούνται ακόμη απ όλους μέρος των εξετάσεων ρουτίνας της εγκυμονούσας. Όμως, μόνο η πρόωρη διάγνωση μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε εκείνες τις γυναίκες με αρχική πάθηση που χρίζουν θεραπείας, μειώνοντας έτσι τις επιπλοκές της μητέρας και του εμβρύου/παιδιού που σχετίζονται με τις παθήσεις του θυρεοειδή.
Κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης συμβαίνουν κάποιες φυσιολογικές αλλαγές στην λειτουργία του θυρεοειδή που, αν και στην μη εγκυμονούσα γυναίκα θα θεωρούνταν σημάδι παθολογίας του θυρεοειδή, στην κύηση είναι επακόλουθο της αύξησης της συγκέντρωσης των οιστρογόνων στο αίμα και, κατά την διάρκεια του πρώτου τριμήνου, της αύξησης της χοριονικής γοναδοτροπίνης (β-HGG). Εκτός από αυτές τις φυσιολογικές αλλαγές, κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορούν να υπάρξουν όμως και πραγματικές παθολογικές καταστάσεις του θυρεοειδή που μπορούν να βάλουν σε κίνδυνο την υγεία της μητέρα αλλά και του παιδιού.
Οι παθολογίες του θυρεοειδή αδένα ενδιαφέρουν περίπου το 1-2% όλων των κυήσεων, αν και πιστεύεται ότι οι υποκλινικές παθήσεις, εκείνες οι παθήσεις δηλαδή που δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές γιατί δεν δίνουν κλινική συμπτωματολογία, είναι πολύ περισσότερες. Οι μηχανισμοί αυτοανοσίας είναι οι κύριοι υπέυθυνοι των παθήσεων αυτών, ενώ η νόσος του Hashimoto κι νόσος των Graves-Basedow είναι οι κύριες μορφές δυσθυρεοειδισμού στην εγκυμοσύνη.
Ο ύπερθυρεοειδισμός επιπλέκει περίπου 1 στις 2000 εγκυμοσύνες. Ένας ελαφρύς υπερθυρεοειδισμός συχνά είναι δύσκολα αναγνωρίσιμος καθώς δεν έχει ειδικά συμπτώματα, συμπτώματα δηλαδή που να εμφανίζονται αποκλειστικά στον υπερθυρεοειδισμό, αλλά αντιθέτως συμπτώματα όπως το άγχος η νευρικότητα κι ευαίσθητη ψυχική διάθεση (ευερεθιστότητα), η ταχυκαρδία, η δυσανεξία στη ζέστη, η σωματική κόπωση κι μυική αδυναμία παρουσιάζονται πολύ συχνα και στην φυσιολογική εγκυμοσύνη.
Η διάγνωση επιβεβαιώνεται απ την εύρεση στις εργαστηριακές εξετάσεις ενός χαμηλού TSH με παράλληλη αύξηση της ελέυθερης θυροξίνης FT4. Η πιό συχνή αιτία υπερθυρεοειδισμού κατά την εγκυμοσύνη είναι η νόσος του Graves, υπεύθηνη για το 85% των υπερθυρεοειδισμών της εγκυμοσύνης, αυτοάνοσο νόσημα που χαρακτηρίζεται από την παρουσία αυτοαντισωμάτων (TRAB) που διεγείρουν τον υποδοχέα του TSH τον κυττάρων του θυρεοειδή αδένα. Η γρήγορη διάγνωση και θεράπεια της πάθησης στην εγκυμοσύνη ειναι πολύ σημαντική καθώς ή ανεξέλεγκτη νόσος κι παρουσία των αυτοαντισωμάτων δίνει επιπλοκές που μπορούν να ενδιαφέρουν το μωρό, όπως σοβαρή καθηστέρηση στην αναπτυξή του, ταχυκαρδία (που μερικές φορές μπορεί να φθάσει ως και την καρδιακή ανεπάρκεια), βρογχοκύλη αλλά και διαταραχές της κύησης όπως πολυυδράμνιο, προεκλαμψία πρόωρο τοκετό ή ακόμη κι αποβολή.
Ο κλινικός υποθυεροειδισμός επιπλέκει περίπου το 1-2% των εγκυμονούσων, και στην πλειονότητα των περιπτώσεων οφείλεται σε αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα με παρουσία στο αίμα αυτοαντισωμάτων έναντι της θυρεοειδικής υπεροξυδάσης (anti-TPO) και της θυρεοσφαιρίνης (anti-TG). Όπως και στον υπερθυρεοειδισμό, τα συμπτώματα δέν ειναι είδικα για την πάθηση αλλά μπορούν να είναι μέρος μιάς φυσιολογικής εγκυμοσύνης (αίσθημα σωματικής κόπωσης, αύξηση βάρους, υπνηλία, δυσκοιλιότητα, δυσθυμία/κατάθλιψη και άλλα). Η γρήργορη διάγνωση της νόσου είναι πολύ σημαντική για να αποφευχθούν οι επιπτώσεις της έλλειψης των θυρεοειδικών ορμωνών στο μωρό.
Αυτό γιατί κατά τις πρώτες εβδομάδες της κύησης οι θυρεοειδικές ορμόνες παρέχονται στο έμβρυο αποκλειστικά απ την μητέρα. Αυτές οι ορμόνες είναι απαραίτητες για την σωστή ανάπτυξη των εγκεφαλικών δομών του εμβρύου, ιδιαίτερα εκείνων που σχετίζονται με την προσοχή, την μνήμη και την κινητική ικανότητα. Η εύρεση στο άιμα τιμών του TSH > 2,5 mUI/ml, ενδεχομένως με χαμηλές τιμές των ελευθέρων θυρεοειδικών ορμώνων FT4 και FT4, καθιστά απαραίτητη την περαιτέρω διερεύνηση μέσω υπερηχογραφήματος του θυρεοειδή και αναζήτηση των αντισωμάτων έναντι του θυρεοειδή. Η έλλειψη αυτών των ορμωνών κι παρουσία των αντισωμάτων αυξάνουν τον κίνδυνο βρογχοκύλης, βραδυκαρδίας και ενδομήτριου θανάτου του εμβρύου, αλλά και τον κίνδυνο γέννησης ενός παιδιού με προβλήματα νευρολογικής ανάπτυξης και σοβαρή πνευματική καθηστέρηση και χαμηλό δείκτη νοημοσύνης.
Για τους παραπάνω λόγους, η θεραπεία υποκατάστασης με θυρεοειδική ορμόνη πρέπει να δίνεται άμεσα όταν διαγιγνώσκεται υποθυρεοειδισμός κατά την διάρκεια της κύησης, ενώ σε εκείνες τις γυναίκες που βρίσκονται ήδη σε θεραπεία με θυρεοειδική ορμόνη να αναπροσαρμόζεται η δοσολογία.
iatropedia.gr