Η «σελοφάν» μαμά των περιοδικών, κι εγώ…
Στεκόταν απέναντί μου σαν είχε βγει από γυαλιστερές σελίδες περιοδικού.
Από εκείνα τα περιοδικά που παίρναμε κάποτε.
Ατσαλάκωτη και τέλεια έπινε λάτε μακιάτο βγάζοντας ναζιάρικες φωνούλες και κάνοντας νεύματα επιδοκιμασίας στην μικρή της Barbie. Χαζεύοντάς την με κεκαλυμμένη ζήλια ένιωθα την υπερβολική μου αυτοπεποίθηση να παίζει ένα αέναο πινγκ πονγκ με την αυτοεκτίμησή μου στα τάρταρα. Προς στιγμήν πίστευα πως θα δω το είδωλό μου να καθρεφτίζεται στο γυαλιστερό, περιποιημένο νύχι της και αυτό θα ήταν η χαριστική βολή στον έτσι κι αλλιώς τρεμουλιαστό κόσμο μου.
Είχα έρθει για άλλη μια φορά αντιμέτωπη με τον εφιάλτη μου. Την τέλεια μαμά! Τη μαμά της Βιργινίας.
Δικηγόρος στο επάγγελμα, όχι ιδιαίτερα όμορφη αλλά ιδιαίτερα περιποιημένη με τόσα αξεσουάρ πάνω της (και γύρω της), πάντα απόμακρα ευγενική με ένα μπλαζέ ύφος και ένα εκνευριστικό ομοίωμα μινιατούρα σε κοριτσάκι, το οποίο τυχαίνει να είναι φίλη και συμμαθήτρια της κόρης μου.
Βρεθήκαμε στον παιδότοπο μια μέρα γενεθλίων και από τότε σκέφτομαι με τρόμο πως ένας καφές στις «Τσιχλόφουσκες» απαιτεί κανονική προετοιμασία τουλάχιστον afternoon tea υπό την απειλή της αστάθμητης μεταβλητής να βρεθεί μπροστά μας η Βιργινία με τη μαμά της.
Όπως σήμερα που η μαμά της Βιργινίας ήταν θρονιασμένη στην αγαπημένη μου γωνία χαμογελώντας μας σχεδόν εγκάρδια θεωρώντας αυτονόητο πως θα καθόμασταν μαζί. Οι επόμενες δυο ώρες πέρασαν στο συννεφάκι του μυαλού μου μέσα σε δυο δευτερόλεπτα.
Με είδα στωικά να υπομένω τα μαρτύριο.
Η τέλεια μαμά, τέλεια ντυμένη, τέλεια σεταρισμένη με την κόρη της, τέλεια βαμμένη και τέλεια χτενισμένη θα ανασκαλεύει ανυπόμονα την τέλεια τσάντα της, με τα τέλεια νύχια της, να βρει το τέλειο κινητό της, ενώ εγώ με το τζην και τα πολυφορεμένα μποτάκια μου θα προσπαθώ να πιω τον καφέ μου ανέμελα χουφτώνοντας το φλιτζάνι και βλαστημώντας την τόση τελειότητα απέναντι μου.