Μια σοβαρή πάθηση, η οποία αφορά ένα στα 150 παιδιά είναι ο αυτισμός. Ωστόσο όσο πιο νωρίς εντοπιστεί το παιδί με αυτισμό, τόσο πιο αποτελεσματικό θα είναι το θεραπευτικό πρόγραμμα που θα ακολουθήσει.
Πως μπορούν οι γονείς να εντοπίσουν το αυτιστικό παιδί; Ποια είναι τα σημάδια SOS;
Απαντήσεις σε αυτά και σε άλλα καίρια ερωτήματα στο επιστημονικό άρθρο που ακολουθεί.
Της Τ. Ζαχαρόγεωργα Ψυχολόγου
Ο αυτισμός είναι μια διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή η οποία ορίζεται από τη μη φυσιολογική ή και διαταραγμένη ανάπτυξη, που εκδηλώνεται σε τρεις ταυτόχρονα περιοχές:
την κοινωνική συναλλαγή, την επικοινωνία και την περιορισμένη επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά.
Η διεθνής έρευνα υποστηρίζει, πως όσο πιο νωρίς εντοπιστεί το παιδί με αυτισμό, τόσο πιο αποτελεσματικό θα είναι το θεραπευτικό πρόγραμμα που θα ακολουθήσει.
Η έγκαιρη παρέμβαση και η υποστήριξη της οικογένειας αποτελούν το κλειδί για την πρόοδο και τη βελτίωση παιδιών που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού.
Αυτισμός και η σημασία της έγκαιρης παρέμβασης
Τον όρο «αυτισμό» εισήγαγε στην ιατρική ορολογία το 1911 ο Ελβετός ψυχίατρος Bleuler, σε μια εποχή που κυριαρχούσε το ψυχαναλυτικό πνεύμα. Ο όρος προέρχεται από την ελληνική λέξη «αυτός» που υποδηλώνει την έννοια της απομόνωσης κάποιου από τον ίδιο τον εαυτό του.
Σήμερα, οι περισσότεροι ερευνητές δέχονται ότι ο αυτισμός ορίζεται από διαταραγμένη ανάπτυξη, που εκδηλώνεται σε τρεις συγχρόνως περιοχές:
(α) Την κοινωνική συναλλαγή (αδυναμία σύναψης κοινωνικών επαφών που μπορεί να περιλαμβάνει αυτιστική μοναχικότητα μέχρι ενεργητική συμπεριφορά με ιδιόρρυθμα, περίεργα χαρακτηριστικά).
(β) Την επικοινωνία (λεκτική με σοβαρά προβλήματα πραγματολογικής φύσης, και μη λεκτική ή γλώσσα του σώματος).
(γ) Την επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά (εμμονές, στερεότυπα σχήματα καταναγκαστικής συμπεριφοράς).
Η διεθνής έρευνα αποκαλύπτει ότι η πρόοδος και η βελτίωση των παιδιών με αυτισμό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το χρόνο που θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα και την υποστήριξη που θα προσφέρει στο παιδί η οικογένειά του. (Roth, 2010. Kirk, Gallagher, Coleman & Anastasiow, 2009).
Όσο πιο νωρίς εντοπιστεί το πρόβλημα, τόσο πιο αποτελεσματικό θα είναι το θεραπευτικό πρόγραμμα που θα εφαρμοστεί. Για το λόγο αυτό, η μητέρα πρέπει να παρακολουθεί συστηματικά το παιδί της, έτσι ώστε να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος, διότι οι ενδείξεις του προβλήματος εκδηλώνονται πριν από το δεύτερο έτος της ζωής του παιδιού.
Τέτοιου είδους ενδείξεις οι οποίες όμως δεν εμφανίζονται με την ίδια ένταση σε όλες τις ηλικίες και σε όλα τα παιδιά είναι οι εξής: (Sauvage, 1995 όπως παρατίθεται στο Πολυχρονοπούλου 2012, σ. 517).
Μεταξύ μηδέν και έξι μηνών
Αδιαφορία στον κόσμο των ήχων (εντύπωση κωφότητας).
Ανωμαλίες του βλέμματος.
Ανωμαλίες της συμπεριφοράς (υπερβολικά ήρεμο ή σε υπερβολική διέγερση).
Διαταραχές του ύπνου και της θρέψης.
Ανωμαλίες της κινητικότητας και της τονικότητας: υποτονία, υποδραστηριότητα, αδυναμία εναρμόνισης στην αγκαλιά της μητέρας.
Μεταξύ έξι και δώδεκα μηνών
Ανάπτυξη περίεργων στάσεων.
Μοναχικές δραστηριότητες: παιχνίδι με τα δάχτυλα και τα χέρια μπρος στα μάτια, ταλαντεύσεις.
Ασυνήθιστη χρήση των αντικειμένων (ξύσιμο, τρίψιμο).
Απουσία ενδιαφέροντος για τα άλλα άτομα.
Λίγες ή καθόλου φωνητικές εκπομπές.
Επιβεβαίωση των κινητικών ιδιαιτεροτήτων (υποτονία, διέγερση).
Μεταξύ ενός και δύο χρονών
Η ανάπτυξη του λόγου είναι πτωχή ή ανύπαρκτη.
Τα παιχνίδια είναι πτωχά.
Οι στερεοτυπίες πολύ συχνές.
Η αδιαφορία για τους γύρω του είναι μόνιμη.
Όπως καταλαβαίνουμε, ο αυτισμός δεν αναγνωρίζεται από μία συγκεκριμένη συμπεριφορά, αλλά από τη ερμηνεία ενός συνόλου συμπεριφορών. Η ερμηνεία όμως μιας συμπεριφοράς ή ενός σχεδίου συμπεριφοράς μπορεί να είναι υποκειμενική, γι’ αυτό η στερεή κλινική γνώση αποτελεί κρίσιμο παράγοντα σε θέματα διάγνωσης του αυτισμού.
Γιατί είναι σημαντική η διάγνωση;
Διότι η διάγνωση, και ειδικότερα η έγκαιρη διάγνωση οδηγεί (ή πρέπει να οδηγεί) στην πρώιμη παρέμβαση. Κι επειδή ο αυτισμός είναι μία δια βίου διαταραχή, η πρώιμη ανίχνευση και παρέμβαση αυξάνουν τις ευκαιρίες για την αξιοποίηση του δυναμικού των παιδιών, την αποφυγή συνοδών διαταραχών μάθησης ή συμπεριφοράς, και την απόκτηση στρατηγικών αντιμετώπισης των προβλημάτων τους.
Έχει άλλωστε αποδειχθεί ότι οι πρώιμες παρεμβάσεις “μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευεργετικές και να ανατρέψουν την πορεία και την πρόγνωση της σοβαρής αυτής διαταραχής” (Γενά & Μπαλαμώτης 2013, σ. 13).
Έχει επίσης βρεθεί πως πολλά παιδιά με αυτισμό διαγιγνώσκονται με μεγάλη καθυστέρηση σε πολλές χώρες. (Cumine, Leach & Stevenson 2000). Ακόμα και σε παιδιά με asperger των ΗΠΑ, η διάγνωση γίνεται κατά μέσο όρο στην ηλικία των 9 ετών (Roth 2010, σ. 250).
Για τους γονείς αυτών των παιδιών, η διάγνωση βάζει συχνά ένα τέλος στα χρόνια της σύγχυσης, της ψυχικής συντριβής, της ενοχής και της απελπισίας (Cumine et al. 2000, σ. 9).
Οι γονείς χρειάζονται την παροχή σωστής πληροφόρησης και υποστηρικτικών υπηρεσιών, που πρέπει να συνεχίζονται καθώς το παιδί μεγαλώνει, αλλά και να αλλάζουν, καθώς μεταβαίνει από το ένα ηλικιακό στάδιο στο άλλο (παιδική ηλικία, εφηβεία, ενηλικίωση).
Έχει ερευνητικά αποδειχθεί ότι η παροχή συμβουλευτικής καθοδήγησης και βοήθειας στους γονείς σε θέματα έγκαιρης ανίχνευσης αυτιστικών στοιχείων, ανατροφής, διαπαιδαγώγησης και ψυχολογικής – μαθησιακής υποστήριξης του παιδιού, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την θεραπευτική έκβαση (Νότας, 2011).
Τ. Ζαχαρόγεωργα Ψυχολόγος, ΜΑ. Ειδική Αγωγή, Υπ. Διδάκτωρ Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Αθηνών
Αν σας άρεσε το άρθρο πατήστε… Share και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Διαβάστε επίσης: