Δεν μπορώ να είμαι η καλύτερη μαμά του κόσμου – ούτε της πολυκατοικίας
Ήμουν εργαζόμενη μητέρα πάντα – δηλαδή και μαμά και εργαζόμενη. Με βολικά ωράρια, μια και έγραφα από το σπίτι, αλλά πήγαινα στα γραφεία δύο-τρεις φορές την εβδομάδα για τίποτα μήτινγκς, είχα συχνά επαγγελματικά ραντεβού, πολλές τρεχάλες. Όλες λέμε «έκανα ότι μπορούσα!» σε ανάλογη φάση, και έκανα περισσότερα από ότι μπορούσα… ή μήπως λιγότερα; Μήπως μπορούσα κάτι παραπάνω και δεν το έκανα, επειδή έπινα κανένα καφέ με την φιλενάδα μου; Μήπως είχα γκόμενο και παρατούσα το παιδί στον παππού να κάνει μπέιμπι σίτινγκ; Μήπως δεν ήμουν η καλύτερη μαμά που θα μπορούσα να ήμουν;
Όποια μαμά δεν σκέφτεται έτσι ώρες-ώρες είναι/ήταν μη-εργαζόμενη μαμά, φουλ-τάιμ μαμά, άρα δεν είχε λόγους να στριμώξει τον ελεύθερο χρόνο της ή/και τον γκόμενο στα περιθώρια της δουλειάς της ΚΑΙ της παιδικής χαράς. Ή είναι/ήταν μαμά πολύ σίγουρη για τις μεθόδους της, και μπράβο της. Οι υπόλοιπες νομίζω καταλαβαίνετε τι λέω: αρκεί ένα «ναι, αλλά….» για να σε κάνει να αισθανθείς γαϊδάρα, εγωίστρια, απόμακρη, μη-διαθέσιμη μαμά – όλα αυτά που ορκίστηκες δηλαδή ότι δεν θα γίνεις ποτέ όταν απέκτησες το πρώτο σου παιδάκι…
Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί ένας μπαμπάς δεν αισθάνεται έτσι – αντίθετα, περνάει στην επίθεση – όταν ετοιμάζεται να τον αμφισβητήσει κάποιος; Ούτε καν. Η μέση μαμά αισθάνεται έτσι ΠΡΙΝ ΑΚΟΜΑ την αμφισβητήσει κανείς, επειδή αμφισβητεί η ίδια τον εαυτό της. Ξεκινάει με ενοχές από τη μέρα που γεννάει, της δημιουργούνται ενοχές με το «καλημέρα μαμά».
Τα σκέφτομαι όλα αυτά και εμφανίζεται σαν μπανεράκι μπροστά μου μια φράση, που κάποιος, κάποτε, μου είπε ή είπε σε άλλη μαμά και την άκουσα από σπόντα: «δεν έπρεπε να δουλεύεις με μικρό παιδί». Η φράση είναι κλειδί, είναι από αυτές που νομίζεις ότι πετάς από πάνω σου με φρίκη αλλά έχει κολλήσει στο δέρμα σου και σε ακολουθεί, 20 ή 30 χρόνια μετά: δεν έπρεπε να δουλεύεις. Έπρεπε να ήσουν εκεί. Πρέπει να είσαι εκεί, με το μικρό παιδί σου, και όχι αλλού.