«Χθες βράδυ κοιμήθηκα στο πάτωμα του δωματίου της έφηβης κόρης μου.
Δεν κάναμε πυτζάμα πάρτι, απλά αυτό ένιωσα ότι έπρεπε να κάνω.
Είχε πάει για ύπνο νωρίς, όπως συνηθίζει τα βράδια που έχει αυτή τη δυνατότητα, τα οποία δεν είναι και πολλά. Είχα πάει και εγώ για ύπνο νωρίς, αλλά ξύπνησα γύρω στις 10:00 από το “μαμαδίσιο ραντάρ” μου, το οποίο σχεδόν πάντα είναι αλάνθαστο…
Ήμουν σίγουρη ότι από το δωμάτιό της ερχόντουσαν φως και κλάματα. Πήγα και την βρήκα να κάθεται στο κρεβάτι, με ένα βιβλίο στα πόδια της και δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της.
Έκλαιγε, επειδή ήταν ταραγμένη, επειδή δεν κοιμόταν. Δεν κοιμόταν επειδή ήταν τόσο κουρασμένη που ενώ ήξερε ότι πρέπει να κοιμηθεί, είχε αγχωθεί επειδή δεν μπορούσε λόγω υπερέντασης. Επίσης, το τυπικό εφηβικό βιολογική της ρολόι –‘ας μείνουμε ξύπνιες μέχρι τα μεσάνυχτα και ας σηκωθούμε το πρωί στις 10!’- δεν της έκανε τη χάρη.
Δεν υπήρχε κάτι που να μπορώ να κάνω. Είχε ήδη πάρει ένα αντιισταμινικό για το συνάχι που την ταλαιπωρεί, οπότε δεν μπορούσα να της δώσω κάτι άλλο. Ξέρει όλα τα ‘πνευματικά παιχνίδια’ για χαλάρωση που της έχω μάθει: π.χ. να μετράει προβατάκια. Έτσι, προσφέρθηκα για μία μόνο βοήθεια: την παρουσία μου. Έφτιαξα ένα υποτυπώδες κρεβάτι στο πάτωμα πάνω από τη μοκέτα, της είπα ότι θα μείνω εκεί σε περίπτωση που σκεφτώ κάτι άλλο που θα μπορούσε να τη βοηθήσει, και αποκοιμηθήκαμε και οι δύο.
Έτσι γίνεται με τα μεγαλύτερα παιδιά: Όσο πιο πολύ μεγαλώνουν, τόσο περισσότερο αυτά που χρειάζονται για να ανακουφιστούν είναι πράγματα που δεν μπορούμε εύκολα να τους δώσουμε. Όταν δεν έχουν φίλους, δεν μπορούμε πια να τους κανονίσουμε συναντήσεις για παιχνίδι. Όταν δεν καταλαβαίνουν τα μαθήματα της επόμενης μέρας, συνήθως δεν τα καταλαβαίνουμε πια ούτε εμείς αρκετά καλά, οπότε δεν μπορούμε να τα βοηθήσουμε. Όταν κάποιος τα πληγώσει, δεν μπορούμε (και δεν πρέπει) να του πούμε να αγαπήσει ξανά το μωρό μας. Όταν δεν παίρνουν την εργασία ή τον ρόλο ή την θέση στην ομάδα που θέλουν, δεν μπορούμε (και δεν πρέπει) να βρούμε λύση με τον καθηγητή ή τον προπονητή τους. Τα τραύματά τους συνήθως είναι εσωτερικά, οπότε δεν μπορούμε απλά να βάλουμε ένα τσιρότο και να τους δώσουμε φιλάκι για να περάσουν…
Κάνουμε, λοιπόν, ό,τι μπορούμε: Κουρνιάζουμε κάπου δίπλα τους και προσφέρουμε την παρουσία μας. Τα κινητά μας είναι πάντα ανοιχτά και φορτισμένα, σε περίπτωση που μας στείλουν μήνυμα. Είμαστε έτοιμοι για βόλτα, πίτσα και κουβέντα, σε περίπτωση που δούμε ότι δεν είναι καλά. Πηγαίνουμε στην κατασκήνωση και τα παίρνουμε σπίτι μας για ένα βράδυ, αν τυχόν νιώσουν την ανάγκη να κοιμηθούν στο κρεβάτι τους. Και περιμένουμε υπομονετικά μέχρι αργά τη νύχτα μήπως αποφασίσουν να έρθουν να μας μιλήσουν. Είμαστε πάντα εκεί, σε παιχνίδια, σε αγώνες, σε επιδείξεις, σε γιορτές, ακόμα κι αν εκείνα έχουν πάει νωρίτερα από εμάς και φεύγουν αργότερα και συχνά ούτε που παρατηρούν την παρουσία μας ή δεν μας δίνουν καν σημασία, όταν μας βλέπουν στις κερκίδες. Τους φτιάχνουμε τοστ κάθε πρωί και τους το βάζουμε στην τσάντα, ακόμα κι αν δεν το έχουν ζητήσει, τους στύβουμε χυμούς πορτοκαλιού…
Δε λύνουμε τα προβλήματά τους. Δεν κάνουμε εμείς τις δουλειές τους. Δεν διορθώνουμε εμείς τις σχέσεις τους. Δεν απαλύνουμε τις απογοητεύσεις τους. Αλλά φροντίζουμε τα μεγάλα μας παιδιά να ξέρουν, ότι σε όλα αυτά δεν είναι μόνα τους. Ανησυχούμε και κλαίμε και ελπίζουμε και ζητωκραυγάζουμε μαζί με εκείνα και για εκείνα. Παρατηρούμε και περιμένουμε να μας δοθεί η ευκαιρία να στρογγυλέψουμε τις γωνίες, να γεμίσουμε τα κενά. Περιμένουμε και προετοιμαζόμαστε για να είμαστε εκεί: στο τηλέφωνο, στις κερκίδες, στο αυτοκίνητο. Και μερικές φορές… στο πάτωμα.»