Οι άνθρωποι νιώθουν μπερδεμένοι και δυσκολεύονται να διαφωνήσουν, να διαπραγματευτούν με τον σύντροφο τους τον τρόπο διαπαιδαγώγησης του παιδιού. Με λίγα λόγια, αμφιταλαντεύονται για την ορθότητα της γνώμης τους, δεν παίρνουν ξεκάθαρη θέση ή καλούν το παιδί να αποφασίσει για εκείνους.
Από την αρχή της ζωής του το παιδί έχει ανάγκη τη θέσπιση κανόνων που να ορίζουν τα πλαίσια στα οποία μπορεί να κινηθεί και να λειτουργήσει, ανάλογα με την ηλικία του. Πολλοί γονείς, επειδή μεγάλωσαν σε αυστηρά και άκαμπτα συστήματα, ή σε πολύ χαλαρά πλαίσια, θεωρούν ότι είναι συνετό να έχουν μία πιο ισότιμη και φιλική σχέση με τα παιδιά τους: από το να έχουν ίδια δικαιώματα, μέχρι να μοιράζονται τα μυστικά τους. Μια τέτοια πρακτική προκαλεί σύγχυση στο παιδί, γιατί το βγάζει από το υποσύστημα των παιδιών και το τοποθετεί στο υποσύστημα των γονιών ή και ακόμα πιο ψηλά, στο υποσύστημα των γονιών του γονιού: όταν πρέπει να παρηγορήσει ή να νουθετήσει έναν γονιό, βγαίνει από το ρόλο του προστατευόμενου μέλους και καλείται να λειτουργήσει ως ενήλικας, ενώ δεν είναι.
Η διαφωνία των γονιών μπροστά στο παιδί και η ακύρωση του ενός από τον άλλο, δημιουργεί ρήξη στο γονεϊκό υποσύστημα και μπορεί να βάλει το παιδί σε μία δυσχερή θέση, που δεν αντιστοιχεί ούτε στο ρόλο του, ούτε στην ηλικία του. Συχνά το παιδί μπαίνει μέσα στη διαφωνία των γονιών ως διαιτητής ή για να πάρει θέση.
Ακόμα χειρότερα, μπορεί οι γονείς να του ζητάνε να κρίνει την έκβαση της μεταξύ τους ασυμφωνίας. Αυτό προκαλεί πλήγμα στο παιδί, αφού αντιλαμβάνεται τους γονείς του ανώριμους να διαχειριστούν τη σχέση τους. Καλείται να υπερασπιστεί τον έναν και να αντιταχθεί στον άλλο, να πάρει δηλαδή τη θέση του καλού και του κακού. Το σύστημα δίνει έτσι στο παιδί έναν πολύ κεντρικό και επιβαρυντικό για το ίδιο ρόλο: να αποφασίζει για την τύχη του γονεϊκού ζευγαριού.
Τι γίνεται, όμως με τη δική του τύχη; Το ίδιο μένει απροστάτευτο και παραμελημένο. Μαθαίνει από πολύ νωρίς ότι δεν μπορεί να εμπιστευτεί τους άλλους, αφού αδυνατούν να το φροντίσουν και να το προστατεύσουν. Μαθαίνει ότι για να βρίσκεται σε σχέση πρέπει να αναλαμβάνει την ευθύνη του άλλου και να βάζει την ανάγκη του άλλου πάνω από τη δική του. Με άλλα λόγια, μαθαίνει να μένει αβοήθητο και αφρόντιστο. Σε αυτή η συνθήκη συναισθηματικού χάους, τα παιδιά μεγαλώνουν απογοητευμένα και θυμωμένα και μπαίνουν στις ενήλικες σχέσεις τους με τον ίδιο τρόπο.
Είναι σημαντικό για το παιδί να οριοθετείται και να παραμένει στο ρόλο του παιδιού μπροστά στη διαφωνία των γονιών. Να καθησυχάζεται ότι η διαφωνία αφορά τους γονείς, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση της, χωρίς καμία δική του εμπλοκή. Η διαχείριση των κρίσεων είναι αποκλειστικά ενήλικη εργασία. Σε περίπτωση δυσκολίας το ζευγάρι μπορεί να ζητήσει βοήθεια από ένα ειδικό, έτσι ώστε να βοηθηθεί το ίδιο και να προστατεύσει το παιδί.
Βιβλιογραφία
– Παπαδιώτη- Αθανασίου, Β. (2006). Οικογένεια και όρια. Συστημική Προσέγγιση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα