Είναι οι Γαλλίδες οι καλύτερες μητέρες;
Κάποτε τα έβλεπες αλλά δεν τα άκουγες. Τώρα τα παιδιά είναι παντού. Στο νέο βιβλίο της, η Pamela Druckerman εξηγεί γιατί το over-parenting βλάπτει και τι μπορούμε να διδαχθούμε από την αποτελεσματική αυστηρότητα των Γαλλίδων μανάδων.
Πριν κάνω παιδιά, είχα μια πολύ σαφή εικόνα του πώς θέλω να γίνουν τα δικά μου. Την είχα χτίσει με τα χρόνια χάρη σε κάθε σύντομη συναναστροφή με κάποιο παιδί γνωστών, συγγενών ή της άγνωστης οικογένειας που έτρωγε δίπλα μου στην ταβέρνα. Ήταν μια απλή ιδέα: το δικό μου παιδί δεν θα γίνει ποτέ ένα από αυτά τα σατανικά νήπια που κάνουν το φαγητό τους σφεντόνα, χτυπάνε υστερία σε δημόσιο χώρο ή διακόπτουν τους μεγάλους όταν μιλάνε. Πίστευα ότι δεν πρόκειται να το αφήσω να εξαφανίσει αυτό που είμαι τοποθετώντας στη θέση μου μια κουρασμένη γυναίκα που φωνάζει. Και ότι οι άνθρωποι που μετατρέπουν το διαμέρισμά τους σε ένα προστατευτικό σύμπαν από αρμαφλέξ είναι απλώς υπερβολικοί.
Έχω νέα για σένα, μελλοντικέ γονιέ, που έχεις κάνει παρόμοιες δηλώσεις. Σήμερα η μισή επίπλωση στο σαλόνι μου αποτελείται από ένα τραμπολίνο, δύο καρότσια για κούκλες, μία ροζ κουζίνα της Μπάρμπι σε μέγεθος καλοριφέρ, ένα καβαλέτο ζωγραφικής και παζλ με χαμένα κομμάτια στο τραπεζάκι όπου άλλοτε τοποθετούσες με κάποια αυταρέσκεια τα coffee table book σου και αρωματικά κεριά. Η 3χρονη κόρη μου βέβαια αδιαφορεί για όλα αυτά τα πλαστικά αγαθά με τα οποία την τροφοδοτεί ακατάπαυστα η αγάπη παππούδων και θείων και προτιμά να ασχοληθεί με κάτι πιο ενδιαφέρον, όπως το να επαναλαμβάνει το μάντρα «θέλω τσίχλα» με τόσα ντεσιμπέλ γκρίνιας που θα έστελνε σε ψυχιατρείο και τον Βούδα.
Μια παρόμοια θορυβώδη μέρα η Pamela Druckerman, Αμερικανίδα δημοσιογράφος που ζει στο Παρίσι με το Βρετανό άνδρα της, είχε μια επιφοίτηση. Στο μικρό, παραλιακό μέρος όπου έκαναν διακοπές εκείνο το καλοκαίρι και ενώ έτρωγαν βιαστικά, αφήνοντας τεράστια απολογητικά πουρμπουάρ στα γκαρσόνια για τις φωνές, τα λεκιασμένα τραπεζομάντιλα και το καλαμάρι που είχε σκορπίσει η ενάμισι έτους κόρη τους στο πάτωμα, πρόσεξε ότι οι άλλες οικογένειες γύρω της δεν βίωναν την ίδια πραγματικότητα. Τα νήπια κάθονταν στα καρεκλάκια τους περιμένοντας το γεύμα τους και έτρωγαν τα ψάρια και τα λαχανικά τους. Οι γονείς δεν κυνηγούσαν τα παιδιά τους φωνάζοντας ούτε υπήρχαν πεταμένες τροφές γύρω από τα τραπέζια τους. Περιέργως, έμοιαζαν να κάνουν διακοπές.
«Ζούσα στο Παρίσι ήδη αρκετά χρόνια αλλά δεν μπορούσα να το εξηγήσω αυτό. Τώρα που κι εγώ είχα παιδί, συνειδητοποίησα ότι δεν είναι μόνο η ώρα του φαγητού διαφορετική. Ξαφνικά είχα πολλές ερωτήσεις. Γιατί, για παράδειγμα, στις εκατοντάδες ώρες που έχω περάσει σε γαλλικούς παιδότοπους ποτέ δεν έχω δει ένα παιδί (εκτός από το δικό μου) να χτυπιέται υστερικά στο δρόμο; Γιατί οι Γάλλοι φίλοι μου δεν χρειάζεται ποτέ να κλείσουν το τηλέφωνο επειδή ένα νήπιο ουρλιάζει δίπλα τους απαιτώντας κάτι; Και γιατί τα δικά τους σαλόνια δεν έχουν καταληφθεί από αντίσκηνα και πλαστικά κουζινικά όπως το δικό μας;»
LA VIE EN ROSE
Σύντομα, η Pamela κατάλαβε ότι η γαλλική μεσαία τάξη έχει δημιουργήσει μια τελείως διαφορετική καθημερινότητα για την οικογενειακή ζωή. «Όταν οι Αμερικανοί φίλοι έρχονταν σπίτι μας, περνούσαν την περισσότερη ώρα χωρίζοντας τα παιδιά τους που τσακώνονταν, βοηθώντας τα να μαγειρέψουν στην παιδική κουζίνα ή χτίζοντας μαζί τους κάστρα με lego στο πάτωμα. Όταν οι Γάλλοι φίλοι έρχονταν σπίτι μας, οι μεγάλοι έπιναν καφέ και συζητούσαν ενώ τα παιδιά έπαιζαν χαρούμενα μόνα τους», παρατηρεί.
«Η οικογενειακή ζωή στη Γαλλία έχει πολύ λιγότερη γκρίνια και κλάματα. Ως δημοσιογράφος ήμουν περίεργη να εξετάσω το γιατί. Ως μητέρα ήθελα απεγνωσμένα να μάθω», λέει η Druckerman, στο MCεξηγώντας πώς η περιέργειά της έγινε τελικά το βιβλίο Bringing Up Bébé, One American Mother Discovers the Wisdom of French Parenting. «Αναρωτήθηκα: Γιατί οι γονείς εδώ δεν φωνάζουν; Και πώς τα Γαλλάκια μαθαίνουν να κοιμούνται όλο το βράδυ από 2 μηνών; Πώς γίνεται και οι Παριζιάνες μαμάδες είναι ήρεμες, κομψές και σέξι; Θα μπορούσα κι εγώ να έχω τα ίδια αποτελέσματα αν εφαρμόσω τις μεθόδους τους;» Πέρασε μερικά χρόνια ερευνώντας τις γονεϊκές πρακτικές των Γάλλων και τώρα, με τη μία της κόρη 6 ετών και τα δίδυμα αγόρια της 3, μπορεί να πει με βεβαιότητα το εξής: οι Γαλλίδες μάνες δεν είναι τέλειες αλλά υπάρχουν δύο-τρία πράγματα που μπορούμε να μάθουμε από αυτές.
Η συγγραφέας κάνει τη σύγκριση με τη σύγχρονη, αγχωμένη αμερικανική οικογένεια, η οποία θα έλεγε κανείς ότι εμφανίζει αρκετές ομοιότητες με την ελληνική: τα παιδιά βρίσκονται στο επίκεντρο της ζωής των γονιών τους, μονάκριβα και ξεχωριστά, καρποί ωριμότητας και επιλογής παρά κοινωνικής συνθήκης. Επίσης, ποτέ πριν στην ιστορία η παιδική ηλικία δεν αντιμετωπιζόταν ως κάτι τόσο πολύτιμο. Όπως επισημαίνει μια άλλη Αμερικανίδα αρθρογράφος, «η ατομικότητα και η αυτοεκτίμηση των παιδιών προωθούνται περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ξεκινώντας από την κούνια με baby Mozart CDs, το παιδί βομβαρδίζεται με τα πιο εξελιγμένα εκπαιδευτικά παιχνίδια και τυλίγεται με designer ρούχα για βρέφη. Στην εποχή μου δεν θυμάμαι κανέναν να ανησυχεί πώς θα περάσουμε τα μακριά καλοκαίρια μας κοντά στη θάλασσα. Θυμάμαι να φτιάχνουμε πολλά κάστρα από άμμο και να διαβάζω παλιά βιβλία».
Μυστικά από το Παρίσι, για την ανατροφή των παιδιών!
Νήπια που πρέπει να απασχολούνται ακατάπαυστα με δημιουργικές δραστηριότητες και γονείς που γυρίζουν με ενοχές από τη δουλειά τους για να περάσουν πάση θυσία ποιοτικό χρόνο με τα βλαστάρια τους. Αυτή η καινούργια ιδέα, ότι κάθε στιγμή πρέπει να είναι σημαντική, τείνει να μετράει πλέον τόσο πολύ ώστε να ξεχνάμε τη σημασία που έχουν τα βασικά, όπως μια αγκαλιά και ένα φιλί. Στην Αμερική έχει όνομα: λέγεται over-parenting. Και όπως φαίνεται δεν κάνει ευτυχισμένο κανένα. Σύμφωνα με μια έρευνα του 2009 που διεξήγαγαν οικονομολόγοι του Πρίνστον και συνέκρινε εμπειρίες μητρότητας από το Κολόμπους του Οχάιο και τη Ρεν της Γαλλίας, οι Αμερικανίδες μαμάδες έβρισκαν διπλάσια κουραστικό το να απασχολούν τα παιδιά τους. Σε παρόμοια έρευνα, οι εργαζόμενες μητέρες του Τέξας ομολόγησαν πως οι δουλειές του σπιτιού τούς ήταν περισσότερο ευχάριστες από το baby-sitting.
ΧΩΡΙΣ ΤΥΨΕΙΣ
Βρέθηκα πολλές φορές να νιώθω ένοχη επειδή τα Σαββατοκύριακα μπορεί να θέλω απλά να αράξουμε στο σπίτι ή να κάνουμε τα ψώνια μας από το να τρέχουμε σε κάποιο πάρκο δραστηριοτήτων με τη μικρή και τον άνδρα μου, όπως κάνουν τα περισσότερα φιλικά μας ζευγάρια με παιδιά. Η ενοχή και το πώς την αντιμετωπίζουμε: αυτή είναι η βασική διαφορά ανάμεσα στη Γαλλίδα μάνα και σ’ εμάς τις υπόλοιπες, σύμφωνα και με την Pamela. «Η Αμερικανίδα ασπάζεται την ενοχή. Είναι ένα είδος συναισθηματικού φόρου που πρέπει να πληρώσει επειδή λείπει στη δουλειά ή αφήνει τα παιδιά να δουν τηλεόραση για να βρει λίγο χρόνο για τον εαυτό της. Οι Γαλλίδες πιστεύουν ότι η ενοχή είναι ανθυγιεινή. Πιστεύουν επίσης ότι ένα σπιτικό που βασίζει ολόκληρη την ύπαρξή του στα παιδιά είναι εξαιρετικά ανισόρροπο. Και πως ακόμα και τα μωρά πρέπει να αναπτύξουν τη δική τους εσωτερική ζωή».
Όταν ρώτησε τις φίλες της πώς το κάνουν, «πώς μαθαίνουν στα παιδιά τους πειθαρχία», εκείνες την κοίταξαν στην αρχή σαν να μην καταλαβαίνουν. «Α, εννοείς πώς τα εκπαιδεύουμε», είπαν τελικά. Οι Γάλλοι πιστεύουν ότι τα παιδιά είναι λογικά από τη μέρα που γεννιούνται. Το πιστεύουν στ’ αλήθεια. Ότι ένα μωρό μπορεί να μάθει πράγματα από μερικών εβδομάδων, όπως το να κοιμάται όλη τη νύχτα στην κούνια του ή ότι δεν πρέπει να ρίξει κάτω όλα τα πράγματα από το τραπέζι αν του το εξηγήσεις με λόγια.
Εκτός από την ευγένεια (μετά το «μαμά», οι επόμενες λέξεις που μαθαίνουν είναι οπωσδήποτε ευχαριστώ, παρακαλώ, καλημέρα και καληνύχτα, υπάρχει μια εμμονή με το να χαιρετούν τους μεγαλύτερους και τους ξένους), τα Γαλλάκια αναπτύσσουν άλλο ένα βασικό skil, την υπομονή. Την ώρα που εμείς τιναζόμαστε πάνω για να ικανοποιήσουμε κάθε αίτημα των μωρών μας και κάνουμε τις σερβιτόρες για να φέρουμε το νερό, το αλάτι ή τα τρία χρώματα καλαμάκια, οι Γαλλίδες κινούνται πιο νωχελικά απέναντι σε αυτά τα μικρά θέλω (ή μάλλον στα s’ il vous plait) και διδάσκουν στα παιδιά τους ότι δεν μπορούν να έχουν αυτό που θέλουν τη στιγμή που το θέλουν. Αυτό δεν ωφελεί μόνο τη μάνα-ελατήριο αλλά και το παιδί. Το αποδεικνύει και το πείραμα με το marshmallow.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο δρ Walter Mischel-τον οποίο η Druckerman μάλιστα συνάντησε αυτοπροσώπως- έκανε το περίφημο «marshmallow test». Βάζουμε ένα 4χρονο σε ένα δωμάτιο στο οποίο υπάρχει ένα marshmallow πάνω σε ένα τραπέζι. Ένας ενήλικας λέει στο παιδί ότι θα λείψει για λίγο και πως αν εκείνο δεν φάει το γλυκό μέχρι να επιστρέψει, θα το ανταμείψει με δύο. Αν το φάει, δεν θα πάρει δεύτερο. Τα περισσότερα παιδιά περιμένουν το πολύ 30 δευτερόλεπτα. Μόνο το ένα στα τρία περιμένει και τα 15 ολόκληρα λεπτά. Τα παιδιά που περίμεναν, βρίσκοντας τρόπους να απασχολήσουν με κάτι άλλο τον εαυτό τους, έγιναν αργότερα ενήλικες ικανότεροι να συγκεντρωθούν και να αντεπεξέλθουν σε συνθήκες στρες.
Οι Γάλλοι λατρεύουν τα παιδιά τους, όπως όλοι λατρεύουν τα παιδιά τους, απλά δεν χάνουν τον εαυτό τους μέσα στο over-parenting. Είτε μιλάμε για φαγητό (στη Γαλλία δεν υπάρχει παιδικό γεύμα στα εστιατόρια όπως στην Αμερική. Θα βρεις chicken nuggets άμα το ψάξεις πολύ αλλά βασικά όλοι τρώνε φαγητό για ενήλικες, ακόμα και ροκφόρ και σπαράγγια, και είναι ανήκουστο για κάποια να μαγειρεύει ξεχωριστά γεύματα για τα παιδιά) είτε μιλάμε για την διατήρηση της συζυγικής σχέσης (στις σχολικές διακοπές η κόρη της Pamela δεν είχε κανένα παιδάκι να παίξει, ήταν όλα στους παππούδες καθώς οι Γάλλοι γονείς πηγαίνουν οπωσδήποτε μερικές μέρες διακοπές μόνοι τους). «Τα βράδια είναι δικά μας», λέει μια Γαλλίδα γειτόνισσά της. «Η κόρη μας μπορεί να είναι μαζί μας αν το θέλει αλλά ξέρει ότι αυτή είναι η ώρα των μεγάλων».
ΟΜΟΡΦΕΣ ΛΕΧΩΝΕΣ
Δείχνουν οι Γαλλίδες μητέρες πιο ευτυχισμένες; «Φυσικά», λέει η συγγραφέας. «Δεν μου κάνει καμία εντύπωση πια όταν τις βλέπω να έρχονται στο πάρκο ντυμένες με τις ψηλοτάκουνες μπότες και τα skinny jeans τους ενώ τσουλάνε καρότσια με νεογέννητα. Οι Γαλλίδες φίλες μου πιστεύουν ότι ο αμερικανικός νεολογισμός MILF είναι γελοίος. Δεν υπάρχει αντίστοιχη έννοια στα γαλλικά γιατί εκεί δεν υπάρχει κανένας λόγος να πάψει μια γυναίκα να είναι σέξι αφότου κάνει παιδιά. Και οι Γαλλίδες δεν είναι απλά σικ, είναι και απολύτως συγκροτημένες. Δεν αποπνέουν αυτό το μείγμα κούρασης, ανησυχίας και οριακής νευρικής κρίσης που εμφανίζουν πολλές Αμερικανίδες, εμού συμπεριλαμβανομένης».
Εύκολο να περιφέρεσαι ξεκούραστη και αισθησιακή με τόσες παροχές από τη γαλλική κυβέρνηση, απαντούν ορισμένοι στα σχόλια κάτω από τα άρθρα για το βιβλίο και δεν έχουν άδικο: η μεγάλη άδεια λοχείας, η δωρεάν δημόσια φύλαξη μωρών και τα δημόσια νηπιαγωγεία για όλους αφαιρούν πολλές ρυτίδες άγχους από το μέτωπο μιας Γαλλίδας.
Και κανείς δεν είπε ότι τα παιδιά μπορούν με ένα μαγικό τρόπο να αρχίσουν να λένε bonjour και να σωπαίνουν μέχρι να τους απευθύνεις το λόγο, όπως στην εποχή της Πηνελόπης Δέλτα. Στην ίδια την Druckerman πήρε πολλές αποτυχημένες προσπάθειες μέχρι ο γιος της να μην το σκάει από την παιδική χαρά. «Τα παιδιά μου εξακολουθούν να είναι πιο θορυβώδη από τα ντόπια παιδιά. Δεν λένε πάντα καλημέρα αλλά ζητούν καμαμπέρ στο τέλος του δείπνου. Συνήθως τους μιλάω αγγλικά αλλά όταν ζορίσουν τα πράγματα δηλώνω με σταθερή φωνή “c’ est moi qui décide!”(εγώ αποφασίζω), τη φράση που λένε οι Γάλλοι για να εδραιώσουν την εξουσία τους. Ακόμα κι εγώ εκπλήσσομαι όταν με πιστεύουν».
Πηγή: marieclaire.gr