“Είχα γεννήσει τα αγόρια μου και η ζωή μου είχε αλλάξει εντελώς. Το μόνο που ένιωθα ήταν κούραση, αϋπνία και στεναχώρια. Η επιλόχειος με είχε βαρέσει κατακέφαλα και δεν είχα καμία προοπτική. Νόμιζα ότι για πάντα θα μείνω με τις φόρμες, με κλάμερ στα μαλλιά, ανάμεσα σε εμετούς και πάνες, χωρίς κανέναν να με καταλαβαίνει και χωρίς καμία ελπίδα βελτίωσης αυτών των συνθηκών.
Τα μωρά μου δεν ήθελα να τα αγγίζει κανείς. Ο μπαμπάς τους, η μαμά μου, ο μπαμπάς μου, οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι δηλαδή έμοιαζαν εχθροί. Από φίλες και φίλους, δεν ήθελα κανέναν. Όλοι έμοιαζαν ανήμποροι να με καταλάβουν. Το σπίτι, αν και τεράστιο τότε, με έπνιγε καθημερινά. Το τηλέφωνο που χτυπούσε με ενοχλούσε. Όταν δε χτυπούσε, πάλι με ενοχλούσε. Ο παιδίατρος μου τα ‘λεγε όλα λάθος. Τι να ξέρει κι αυτός; Η μαία ήταν ξινή, όταν της ζήτησα βοήθεια για τον θηλασμό διδύμων. Η γυναικολόγος μου δε μπορούσε να με καταλάβει όταν έκλαιγα και έλεγα ότι έχω γίνει σα βόδι και θέλω να κάνω γυμναστική παρά τις απαγορεύσεις λόγω καισαρικής. Το φαγητό που έφτιαχνε η μαμά μου με όλη την καλή της διάθεση, για όλους μας, δεν ήταν ποτέ καλό, επαρκές και νόστιμο. Ότι δεν είχα όρεξη ας πούμε, ούτε που μου περνούσε από το μυαλό. Ο μπαμπάς μου, δεν καταλάβαινε τι του έλεγα.Ότι αυτό συνέβαινε πρώτη φορά, δεν το συνειδητοποιούσα. Η τριβή με τους γονείς μου είχε φτάσει στο απροχώρητο. Ότι κλεινόμουν κρυφά στην τουαλέτα και έκλαιγα όση περισσότερη ώρα μπορούσα, για τα πάντα, μέχρι ο πρώτος μικρός να κλάψει, δεν το αξιολογούσα ως σημαντικό. Ότι δεν καταλάβαινα τίποτα και κανέναν, δεν φαινόταν να με απασχολεί ιδιαίτερα.
Όταν κάποτε ξεστόμισα στη μοναδική κολλητή που νόμιζα ότι έχω, πως μου έρχεται να πέσω από το μπαλκόνι, και το εννοούσα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, δεν με είχε ανησυχήσει καθόλου. Προφανώς και δε μου είχε περάσει από το μυαλό ότι περνούσα Κατάθλιψη με Κ κεφαλαίο.
Δεν έχω την παραμικρή ανάμνηση για το πώς περνούσε η μέρα μου. Μόνο θυμάμαι ότι νύχτωνε και με έπιανε η καρδιά μου. Είχα και τα δύο νεογέννητα πάνω στο κρεβάτι μου και τα τάιζα ανά δύο ώρες εναλλάξ. Εγώ σε μια κουνιστή καρέκλα του παππού, τα κοιτούσα όλο το βράδυ, να δω αν αναπνέουν. Ερχόταν 11 και έφτιαχνα τον μεγάλο μου καφέ σε μια τεράστια κούπα. Μία γουλιά, χιλιάδες σκέψεις. Και κινήσεις μηχανικές… Σήκωνα το μωρό, το άλλαζα, το τάιζα, το έβαζα να ρευτεί, το ξανά-άλλαζα, το ακουμπούσα στο κρεβάτι, και επαναλάμβανα τη διαδικασία για το άλλο, και μετά ξανά για το πρώτο, και μετά ξανά για το δεύτερο… μέχρι να ξημερώσει και να αναθαρρήσω. Πόσες φορές μέτρησα τα άστρα σαν τον μικρό Μέλιο του Λουντέμη ούτε που ξέρω. Περίμενα να δείξει το ρολόι 7.00 για να πάω να κοιμηθώ μέχρι τις 10.00 που αναλάμβανε όποιος άλλος μπορούσε να με βοηθήσει κάθε φορά, όταν πια, λιωμένη από την εξάντληση, παρέδιδα τα όπλα. Και μετά η ίδια ‘κενή’ μέρα με την ίδια ταλαίπωρη νύχτα.
Δεν ήταν εύκολο. Δεν ήταν ούτε ευχάριστο. Σκεφτόμουν “να περάσει αυτή η φάση” – μόνο αυτό ήθελα. Και τι κατάφερα; Να μη θυμάμαι τίποτα από το πρώτο εξάμηνο, εκτός από στιγμές. Τίποτα. Μαύρο, κατάμαυρο κενό. Άρνηση, κατάθλιψη, κούραση: Οι δικές μου τρεις Μάγισσες κατάφεραν και έσβησαν έξι ολόκληρους μήνες, αφήνοντας μόνο μερικές φωτογραφίες να μου θυμίζουν τη ζωή μου τότε.
Και τότε, συνέβη το δικό μου μικρό θαύμα. Ένα απόγευμα, κάποιο από τα δύο μωρά, ξεκαρδίστηκε στον ύπνο του. Αρχικά χαμογέλασε και μετά ξεκαρδίστηκε. Τόση ώρα μάλιστα που πρόλαβα να το βγάλω και φωτογραφία. Και μούδιασε το σώμα μου σαν να με χτύπησε κεραυνός. Άστραψαν τα μάτια μου σαν μόλις να είχα δει για πρώτη φορά και ανατρίχιασα από ένα ρίγος που ενόχλησε μέχρι και την καρδιά μου. Βούρκωσα για όσα συμβαίνουν και αναθεμάτισα για όσα χάνω. Μετάνιωσα, ένιωσα χάλια, και στιγμιαία τέντωσα τους μυς σε όλο μου το κορμί για να βεβαιώσω ότι μπορώ ακόμη να αισθανθώ τα πάντα. Ότι οι νευρώνες μου είναι ζωντανοί και ότι μαζί μ’ αυτούς, είμαι και εγώ… Έκλαψα πάνω από τον μικρό σιωπηλά. Μετά τον έβαλα πάνω μου, με τα χείλη μου να ακουμπούν το μέτωπο του για να μπορώ να τον φιλάω όσο κλαίω. Τον ξύπνησα, τον έπνιξα στα φιλιά, έφερα και τον άλλο κοντά, ξάπλωσα ανάμεσα τους και τελικά κατέληξα να κλαίω με κάτι ανάμεσα σε αναφιλητά και χαχανητά. Τους πήρα και τους δύο πάνω μου όπως όταν μου τους ακούμπησαν μετά τον τοκετό και υποσχέθηκα ότι δε θα ξανακλείσω τα μάτια σε καμία δυσκολία και καμία κούραση. Με πήρε λίγο καιρό να τα καταφέρω, αλλά τα κατάφερα.
Απαιτήθηκε να περάσει κάποιος χρόνος για να συνειδητοποιήσω τί πρέπει να κάνω και αποφάσισα να αλλάξω σπίτι για να καταφέρω να συνέλθω εντελώς. Αλλά τα κατάφερα.
Και τα κατάφερα μόνο όταν μπόρεσα να νιώσω ένα με όλα τα υπόλοιπα μέλη της τετραμελούς οικογένειάς μου: Τον αγαπημένο μου που στάθηκε ηρωικά και υπομονετικά δίπλα μου όταν όλα ήταν πολύ ζόρικα και τα δυο μου μικρά που ήταν εκεί για να μου θυμίζουν ότι είναι δυο ζωές που αποφάσισα εγώ να φέρω στον κόσμο. Και άρα έπρεπε να τους φερθώ με σεβασμό για αυτό που είναι. Τα κατάφερα όταν πίστεψα ότι δεν είμαι μόνη μου και όταν ένιωσα στα αλήθεια ότι τίποτα φοβερό δε μου συμβαίνει στην πραγματικότητα. Έζησα στιγμές αγωνίας και αμφισβήτησα τα πάντα μέχρι να φτάσω εκεί, αλλά πλέον, η ευτυχία που νιώθω κάθε φορά που αγκαλιάζω τα αγόρια μου, αξίζει για άλλα χίλια δύσκολα πρώτα εξάμηνα. Κι ας μην τα θυμηθώ ποτέ… Xαλάλι τους.”
Εβελίνα
Πηγή: mytwins.gr