Τα λευκά ρούχα στη βάπτιση είναι δείγμα αθωότητας, αγαλλιάσεως και νίκης κατά του εχθρού.
Το νέο λευκό ένδυμα στη βάπτιση, συμβολίζει ότι το νέο μέλος της Εκκλησίας αποχωρίστηκε οριστικά από τον παλαιό, τον κόσμο της αμαρτίας, για να φορέσει ιμάτια-ρούχα αγνότητας.
Μάλιστα, ως προς αυτό το θέμα, ο άγιος Αμβρόσιος εξηγεί, γράφοντας:
Για το λόγο αυτό ακριβώς ο προφήτης λέει: “Θα με ραντίσεις με ύσσωπο και θα καθαρισθώ, θα με πλύνεις και θα γίνω λευκότερος από το χιόνι” (Ψαλμ. 50, 9).
Ο νεοφώτιστος καθαρίσθηκε σύμφωνα με τον Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης και το Ευαγγέλιο. Κατά το Νόμο, διότι ένας κλάδος υσσώπου χρησιμοποιείτο από τον Μωυσή για το ραντισμό με αίμα προβάτου (Εξ. 12, 22). Κατά το Ευαγγέλιο, διότι τα ρούχα του Χριστού ήσαν λευκά «ως χιών», όταν έδειχνε τη δόξα της αναστάσεώς Του κατά την μεταμόρφωσή Του στο όρος Θαβώρ (Μάρκ. 16, 3). Όποιος αμαρτωλός συγχωρήθηκε, γίνεται λευκότερος και από το χιόνι. Και γι’ αυτό ο Κύριος με το στόμα του Ησαΐα λέει: “Εάν οι αμαρτίες σας είναι σαν το κόκκινο χρώμα θα το κάνω λευκό όπως το χιόνι” (Ησ. 1, 18).
Τι σημαίνουν όμως τα λευκά ρούχα για την μετά το βάπτισμα ζωή του χριστιανού;
Ο Μέγας Αθανάσιος ο Αλεξανδρείας απευθύνει στους νεοφώτιστους συγχαρητήρια, συγχρόνως όμως και προειδοποιήσεις, ώστε να μη μολύνουν το νέο ένδυμα με ανάρμοστη διαγωγή. «Η νέα στολή θα αποτελεί εμπόδιο και θα χρησιμεύει ως συνεχής υπενθύμιση των δωρεών του βαπτίσματος.
Είναι λαμπρή μεν και καθαρή η ενδυμασία σου. Διότι υπενθυμίζει, σαν σε ζωγραφικό πίνακα, τα σύμβολα της αφθαρσίας. Την κεφαλή σου στολίζει λευκό μαντήλι, σαν βασιλικό διάδημα, και συμβολίζει την ελευθερία σου. Διότι αυτή φανερώνει τη νίκη κατά του διαβόλου. Σε έδειξε ο Χριστός να ανασταίνεσαι (με το βάπτισμα, από την αμαρτία). Τώρα μεν συμβολικά. Θα φανεί όμως η ανάστασή μας, σιγά-σιγά και στα πράγματα. Εάν τον χιτώνα της πίστεως δεν βρωμίσουμε με τις αμαρτίες. Εάν την λαμπάδα της πίστεως δεν σβήσουμε με τις άνομες πράξεις. Εάν φυλάξουμε το στεφάνι του Πνεύματος».
Μητροπολίτου Σηλυβρίας Αιμιλιανού “Το Εισαγωγικό Μυστήριον”, εκδ. Καρδίας, Αθήνα 2000, σελ. 145,149