Αύξηση βάρους κατά την εγκυμοσύνη

Αύξηση βάρους κατά την εγκυμοσύνη

Διατροφή κατά την εγκυμοσύνη

Το βάρος της μητέρας πριν από τη σύλληψη είναι πολύ σημαντικός παράγοντας για την εξέλιξη του βάρους της εγκύου και για ενδεχόμενες επιπλοκές για τη μητέρα, το έμβρυο και το παιδί που θα γεννηθεί. Τελευταίες έρευνες συμπεραίνουν, ότι η συχνότητα επιπλοκών κατά την εγκυμοσύνη είναι πολύ χαμηλότερη στις έγκυες που είχαν φυσιολογική αύξηση βάρους (κατά ΙΟΜ).

Η ελλιποβαρής γυναίκα έχει μεγαλύτερο κίνδυνο να γεννήσει παιδί με χαμηλότερο σωματικό βάρος από το κανονικό, αναιμία, επιπλοκές κύησης, πρόωρο τοκετό και βρεφικό θάνατο(κυρίως εξαιτίας πρόωρου τοκετού). Αυτός ο κίνδυνος αυξάνεται αν η γυναίκα δεν έχει πάρει τα συνιστώμενα κιλά για τις ανάγκες της εγκυμοσύνης. Για τη μείωση των παραπάνω κινδύνων, συνιστάται στην ελλιποβαρή μητέρα βελτίωση της διατροφής της και του σωματικού της βάρους πριν από τη σύλληψη, αλλά και πρόσληψη του συνιστώμενου βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

[babyPostAd]Η υπέρβαρη μητέρα (και κυρίως η παχύσαρκη) βάζει, επίσης, σε κίνδυνο τόσο την υγεία της, όσο και την υγεία του εμβρύου και μακροχρόνια του παιδιού. Εκτός από δυσκολία στην κίνηση και στην αναπνοή, οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι στις υπέρβαρες (παχύσαρκες) μητέρες, αυξάνεται ο κίνδυνος νοσηρότητας, τόσο στις ίδιες, όσο και στο έμβρυο. Οι παχύσαρκες μητέρες έχουν υψηλό κίνδυνο για εμφάνιση υπερτασικών διαταραχών της εγκυμοσύνης, διαβήτη της κύησης, λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, πυελονεφρίτιδας και προεκλαμψίας. Επίσης, πιο συχνά σε παιδιά από παχύσαρκες μητέρες σε σχέση με παιδιά από κανονικού βάρους μητέρες είναι τα εξής προβλήματα: μειωμένος ρυθμός ανάπτυξης του εμβρύου, μακροσωμία, βλάβη στο νευρικό σωλήνα του νεογνού και βρεφικός θάνατος. Στις παχύσαρκες μητέρες απαιτείται επίσης με μεγαλύτερη συχνότητα η πραγματοποίηση καισαρικής τομής, λόγω δυσκολιών κατά τον τοκετό.

Όταν η μητέρα είναι παχύσαρκη (ΒΜΙ>29) και μείνει έγκυος, υπάρχει και ο κίνδυνος πολύ πρόωρου τοκετού (<32 εβδομάδες) και βρεφικού θανάτου, κυρίως αν πρόκειται για την πρώτη εγκυμοσύνη. Εάν η παχύσαρκη έγκυος έχει και άλλα παιδιά, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμβρυϊκού θανάτου, από την 28η εβδομάδα και μετά.

Τα παιδιά από υπέρβαρες μητέρες αργούν να γεννηθούν (ξεπερνούν τις 42 εβδομάδες) και συχνά έχουν βάρος μεγαλύτερο από 4kg. Αυτά τα παιδιά, μακροπρόθεσμα, έχουν αυξημένες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ακόμη και αν το παιδί γεννηθεί πρόωρο, θα είναι αρκετά ανεπτυγμένο για την ηλικία του.

Παρ’ όλα αυτά, το αδυνάτισμα δεν επιτρέπεται κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης διότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος μη επαρκούς πρόσληψης θρεπτικών συστατικών, με επιπτώσεις τόσο για τη μητέρα, όσο και για το έμβρυο. Όταν η μητέρα ακολουθεί υποθερμιδική δίαιτα, μπορεί να προκληθεί καταβολισμός του λιπώδους ιστού και παραγωγή κετόνων στο αίμα της μητέρας. Η παρουσία κετόνων στο αίμα και στα ούρα της μητέρας συνιστά ένδειξη υποσιτισμού. Η μακροχρόνια παραγωγή κετονών στην έγκυο μπορεί να έχει οδηγήσει στη γέννηση παιδιού με διανοητική καθυστέρηση.

Με τη σωστή προετοιμασία πριν από τη σύλληψη, με προσεκτικό προγεννητικό έλεγχο, αύξηση βάρους μέσα στα επιτρεπόμενα όρια κατά την εγκυμοσύνη και μακροχρόνια συχνή παρακολούθηση από ειδικούς, οι παραπάνω κίνδυνοι μπορούν να μειωθούν.

Όλες οι γυναίκες πρέπει να αυξήσουν το βάρος τους στην εγκυμοσύνη, τόσο για τη σωστή ανάπτυξη του βρέφους, όσο και για τη διατήρηση της υγείας τους. Η αύξηση του βάρους της μητέρας στην εγκυμοσύνη σχετίζεται άμεσα με το βάρος του βρέφους κατά τη γέννηση, το οποίο επηρεάζει την υγεία και την ανάπτυξη του παιδιού.

Το συνιστώμενο βάρος που πρέπει να αποκτήσει η μητέρα στην εγκυμοσύνη της εξαρτάται απ΄ το BMI (ΔΜΣ) της εγκύου πριν την κύηση, κατά ΙΟΜ (Institute of Medicine,1990). Ο ρυθμός αύξησης του βάρους είναι σημαντικός για την εκτίμηση των μεταβολών του βάρους κατά την εγκυμοσύνη. Η αύξηση βάρους πρέπει να είναι ελάχιστη κατά το1ο τρίμηνο: 1,5-2kg, διότι οι μεταβολές στο έμβρυο και στους μητρικούς ιστούς είναι μικρές. Κατά το 2ο και 3ο τρίμηνο η μηνιαία αύξηση βάρους πρέπει να είναι 1,4-1,8kg (κατά ACOG-American College of Obstetricians and Gynecologists).

1

Η κατανομή του αυξημένου βάρους στο τέλος της κύησης σε μία γυναίκα με καλή διατροφική κατάσταση (αύξηση κατά 12,5kg), παρουσιάζεται στον πιο κάτω πίνακα. Λιγότερο απ’ το μισό (40%) του συνολικού προσλαμβανόμενου βάρους αντιστοιχεί στο βάρος του βρέφους, του πλακούντα και του αμνιακού υγρού. Το υπόλοιπο βάρος (60%) υπάρχει λόγω αυξημένου όγκου αίματος και υγρών στο σώμα της μητέρας, ανάπτυξη της μήτρας, των μαστών και των αποθηκών ενέργειας (λίπους).

2

Η αύξηση του ολικού υγρού σώματος είναι μία πολύ σημαντική παράμετρος της αύξησης του βάρους της γυναίκας στην εγκυμοσύνη. Η ολική αύξηση του νερού του σώματος (εξωκυττάριο και ενδοκυττάριο υγρό), κυμαίνεται από 5,7-8,5 l και ισοδυναμεί με το 50-70% της ολικής αύξησης βάρους της γυναίκας. Η υπερβολική αύξηση του βάρους κατά την εγκυμοσύνη, έχει συνέπειες τόσο για τη μητέρα όσο και για το παιδί.

Συνέπειες στη μητέρα:

Συσσώρευση λίπους στο σώμα και πιθανή ανάπτυξη κεντρικού τύπου παχυσαρκίας, σακχαρώδους διαβήτη τύπου ΙΙ, στεφανιαίας νόσου και καρκίνου του μαστού μακροχρόνια στη ζωή της γυναίκας, εμφάνιση διαβήτη της κύησης, συνδρόμου τοξιναιμίας και αυξημένη πιθανότητα καισαρικής τομής. Συνέπειες για το παιδί: 2-3 φορές περισσότερες πιθανότητες ενδομήτριου θανάτου, σε σχέση με τα παιδιά από μητέρες φυσιολογικού βάρους. Υπάρχει, επίσης, πιθανότητα διανοητικής καθυστέρησης στο παιδί, μακροσωμίας του νεογνού και τραυματισμού του κατά τον τοκετό.

Όταν η μητέρα δεν παίρνει το συνιστώμενο βάρος κατά την εγκυμοσύνη, το βρέφος μπορεί να ζυγίζει μέχρι και 60% του συνολικού βάρους που παίρνει η μητέρα (ενώ σε μία σωστά διατρεφόμενη μητέρα το βρέφος αντιστοιχεί στο25%), να γεννήσει νεογνό με χαμηλό για το ύψος του βάρους, να είναι πρόωρο αλλά και με μακροχρόνια αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα (11 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να νοσήσουν από λοιμώδεις ασθένειες) και αυξημένες πιθανότητες εμφάνιση υπέρτασης στην παιδική ηλικία. Η μειωμένη πρόσληψη βάρους στην έγκυο μπορεί να προκαλέσει επίσης στο έμβρυο νευρολογικές διαταραχές.

Όσο η έγκυος ξεπερνά το συνιστώμενο βάρος, τόσο περισσότερο αυξάνεται ο κίνδυνος για επιπλοκές. Μια έγκυος που αύξησε το βάρος της κατά 17,9kg- 20,8kg έχει τριπλάσιο κίνδυνο για επιπλοκές, σε σχέση με μια γυναίκα που πήρε στην εγκυμοσύνη της 12,5kg-15,5kg.

Πηγή: mednutrition.gr