Ο ύπνος στον άνθρωπο σχετίζεται με την ίδια την έννοια της ζωής. Η σημασία του ύπνου στην επιβίωση και οι θεραπευτικές του ιδιότητες ήταν ήδη γνωστές από την αρχαιότητα, οδηγώντας τον άνθρωπο σε διάφορες κοινωνίες να τον ανάγει και να τον υμνεί ως θεότητα. Ο ύπνος συμβάλλει στην αναζωογόνηση του οργανισμού και επηρεάζει την καθημερινή λειτουργικότητα καθώς και την σωματική και διανοητική υγεία.
Tα άτομα περνούν περίπου το 1/3 της ζωής τους κοιμούμενα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, 1 στους 3 ενήλικες θα εμφανίσει κάποια διαταραχή του ύπνου, ενώ δυστυχώς αντίστοιχα υψηλά είναι τα ποσοστά και στα παιδιά.
Ο ύπνος είναι ένα σημαντικό συστατικό της ανθρώπινης ομοιόστασης. Οι διαταραχές του ύπνου συνδέονται στενά με σημαντικές ιατρικές, ψυχολογικές και κοινωνικές διαταραχές. Ο χρόνιος περιορισμός του ύπνου είναι ένα αυξανόμενο πρόβλημα σε πολλές χώρες. Δεδομένου ότι το σύστημα του στρες του σώματος παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην προσαρμογή του σώματος σ’ ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, ένα ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσον το σύστημα του στρες επηρεάζεται από την απώλεια του ύπνου. Το ανθρώπινο σώμα κινητοποιεί αμυντικές διεργασίες σε μια προσαρμοστική προσπάθεια για τη διατήρηση της ομοιόστασης. Αν αποτύχουν αυτές οι άμυνες, μπορεί να επισυμβεί αυπνία. Μικρής διάρκειας αϋπνία μπορεί να προκληθεί από μια αλλαγή στη ρουτίνα, όπως μία ψυχιατρική ασθένεια, μία αναπηρία ή κάποιο στρεσογόνο γεγονός.
Οι πάσχοντες από αϋπνία είναι σε μία κατάσταση 24ωρης υπερδιέγερσης. Συγκρινόμενοι με άτομα που κοιμούνται φυσιολογικά διαπιστώνουμε ότι δε νυστάζουν κατά τη διάρκεια της ημέρας, έχουν αυξημένο επίπεδο της υψηλής συχνότητας του ρυθμού του Ηλεκτροεγκεγαλογραφήματος κατά τη διάρκεια του ύπνου, έχουν αυξημένο μεταβολισμό του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια του ύπνου και μειωμένο κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης όπως φάνηκε σε λειτουργικές μελέτες νευροαπεικόνισης, έχουν παρόμοια γνωστική λειτουργία και απόδοση, και επίσης έχουν μια 24-ωρη ενεργοποίηση του συστήματος του στρες. Η αϋπνία προκαλεί σωματικές αντιδράσεις, αντίστοιχες με αυτές που συμβαίνουν σε καταστάσεις στρες. Με τον ύπνο αυξάνεται η αυξητική ορμόνη και η τεστοστερόνη, μειώνεται ο μεταβολισμός και η ροή του αίματος για την καταπολέμηση του στρες. Σε κατάσταση αϋπνίας, η κορτιζόλη (βασική ορμόνη του στρες), ο καρδιακός ρυθμός, η θερμοκρασία, η κατανάλωση οξυγόνου και οι κυτοκίνες είναι αυξημένα καθώς και η ανοχή στη γλυκόζη. Η στέρηση ύπνου αυξάνει την γρελίνη και μειώνει την λεπτίνη, η οποία επιδεινώνει την όρεξη. Τα στοιχεία μέχρι σήμερα δείχνουν μια στενή σχέση ανάμεσα στο στρες και στον ύπνο. Η αϋπνία και το στρες προκαλούν έναν φαύλο κύκλο καθώς το ένα πυροδοτεί το άλλο. Ειδικότερα, το χρόνιο στρες μπορεί να προκαλέσει συνεχή κούραση και δευτερογενώς διαταραχές του ύπνου.
Σύμφωνα με ένα μοντέλο συμπεριφοράς, υποστηρίζεται ότι η οξεία αϋπνία ενισχύεται και σταθεροποιείται χρόνια και σταδιακά, με μια μη προσαρμοστική στρατηγική αντίδρασης. Με άλλα λόγια, εάν ένα επεισόδιο αϋπνίας παρουσιαστεί, οι ασθενείς επιλέγουν διάφορες στρατηγικές μη προσαρμοστικές προκειμένου να παράγουν περισσότερο ύπνο (π.χ. καταναλώνουν υπερβολικό χρόνο στο κρεβάτι χωρίς να κοιμούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα). Αυτές οι συμπεριφορές μειώνουν την αποτελεσματικότητα του ύπνου, γεγονός που οδηγεί σε εγρήγορση κατά τη διάρκεια του συνήθους ύπνου και στην εμφάνιση της χρόνιας αϋπνίας.
Συμπληρωματικά, σύμφωνα μ’ ένα γνωστικό μοντέλο, η ανησυχία και ο προβληματισμός που προκαλούνται από το πρώιμο στρες διαταράσσουν τον ύπνο και προκαλούν επεισόδιο οξείας αϋπνίας. Οι αντιδράσεις του ατόμου σε αυτό το παροδικό πρόβλημα του ύπνου (δηλαδή οι συμπεριφορές, οι πεποιθήσεις, οι στάσεις, και οι ερμηνείες) συμβάλλουν στη διατήρηση ή την επακόλουθη επιδείνωση της αϋπνίας. Με την έναρξη μίας διαταραχής ύπνου, ενισχύονται η ανησυχία και ο προβληματισμός καθώς εμφανίζονται συμπτώματα κατά τη διάρκεια της ημέρας που οφείλονται στην έλλειψη επαρκούς ύπνου. Αυτή η αρνητική γνωστική δραστηριότητα ενισχύεται περαιτέρω αν κάποιος αισθάνεται να απειλείται από την αντιλαμβανόμενη έλλειψη ύπνου. Επιπλέον, η προσοχή κατά τη διάρκεια της ημέρας που επικεντρώνεται στις δυσκολίες λόγω της αϋπνίας προκαλεί εγρήγορση και υπερδιέγερση με συνέπεια να δημιουργείται συναισθηματική δυσφορία, η οποία με τη σειρά της παρεμποδίζει την έλευση του ύπνου και αυξάνει την ευαισθησία για περαιτέρω προσοχή στα απειλητικά ερεθίσματα. Μια τέτοια αλυσιδωτή αντίδραση προκαλεί μια κατάσταση υπερ-εγρήγορσης, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την κατάσταση χαλάρωσης που απαιτείται για να προκληθεί ο ύπνος.
Από τα άνωθεν ευρήματα, διαπιστώνουμε ότι δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ο ρόλος του στρες, τόσο όσο παράγοντας διαταραχής του ύπνου όσο και ως αποτέλεσμα αυτού. Επίσης, πέραν της χρήσεως φαρμακευτικής αγωγής για την θεραπεία της αϋπνίας, η διαχείριση του στρες, θα πρέπει να αποτελεί μία βασική επιλογή, όπου αυτό είναι δυνατό.Τα αίτια των διαταραχών του ύπνου, πέραν της υπάρχουσας διαγνωσμένης παθολογίας, εντοπίζονται και στην επίδραση εξωτερικών παραγόντων, μεταξύ των οποίων και το στρες. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των εξωτερικών παραγόντων είναι ότι τροποποιούνται κυρίως μέσα από την υιοθέτηση μιας υγιούς ρουτίνας ύπνου.
ΠΗΓΗ: boro.gr