Ανάγκη για στήριξη…

stiriksi

Γράφει η  ψυχολόγος Μαρία Καρίκη

Δεν χρειάζεται πάντα να δείχνουμε ή να προσποιούμαστε ότι είμαστε δυνατοί. Υπάρχουν στιγμές που νιώθουμε ευάλωτοι, μόνοι, ανήμποροι και απελπισμένοι. Νιώθουμε σα να είμαστε μπροστά σε ένα αδιέξοδο και όσο και να προσπαθούμε, δεν μπορούμε να βρούμε την άκρη. Αυτές τις στιγμές όλα φαίνονται ανυπέρβλητα και περίπλοκα. Τότε είναι που χρειαζόμαστε δίπλα μας κάποιον πιο δυνατό, κάποιον πιο αντικειμενικό. Χρειαζόμαστε έναν διαφορετικό «καθρέφτη» που θα μας δώσει μια νέα οπτική και προοπτική.

Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί δεν ζητάμε βοήθεια όταν τη χρειαζόμαστε; Γιατί φοβόμαστε να ανοιχτούμε και να ομολογήσουμε τους φόβους και τις σκέψεις μας; Ανησυχούμε τόσο πολύ για την αυτοεικόνα μας ή δεν εμπιστευόμαστε εύκολα τους άλλους; Μερικές φορές προτιμούμε δυστυχώς να μείνουμε εγκλωβισμένοι σε μια στενάχωρη πραγματικότητα παρά να «ανοιχτούμε» και να λάβουμε μια ώθηση, μια υποστήριξη για να βγούμε από αυτή.

Μπορεί να είναι το «εγώ» μας που μας εμποδίζει να δεχτούμε ότι κάποιος άλλος μπορεί να ξέρει καλύτερα, να βλέπει πιο καθαρά. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα υιοθετήσουμε άκριτα τις όποιες συμβουλές, αλλά σίγουρα θα μπορούσαμε να πάρουμε ένα διαφορετικό «υλικό» προς σκέψη και να το επεξεργαστούμε σε βάθος χρόνου.

Ας ξεκινήσουμε από το αξίωμα ότι δεν τα γνωρίζουμε όλα. Ας δεχτούμε, επίσης, ότι η αυτογνωσία είναι μια δεξιότητα που καλλιεργείται κι όχι μια αφύπνιση της στιγμής. Μπορούμε, λοιπόν, να στραφούμε σε άτομα που θεωρούμε αξιόπιστα, καλοπροαίρετα, πιο έμπειρα, πιο σοφά, πιο ψύχραιμα και να ζητήσουμε μια ανατροφοδότηση για ένα πρόβλημα που μας απασχολεί. Δεν είναι φυσικά αυτονόητο ή αυταπόδεικτο ότι θα μας δώσουν την πιο «σωστή» συμβουλή. Θα μας πουν απλώς τη γνώμη τους. Και μόνο όμως που «μοιραζόμαστε» αυτό που μας προβληματίζει, νιώθουμε αμέσως πιο ανάλαφροι, πιο ανακουφισμένοι. Κάποιος μας άκουσε, κάποιος είναι δίπλα μας και διατεθειμένος να μας στηρίξει. Δεν χρειάζεται απαραίτητα να συμφωνήσουμε με τα όσα λέει κάποιος άλλος.

Μπορούμε, ωστόσο, να τα θεωρήσουμε μια εναλλακτική προσέγγιση και ερμηνεία της πραγματικότητας που μας βαραίνει: άλλοτε πιο αισιόδοξη, άλλοτε πιο ορθολογική κι άλλοτε πιο ενδυναμωτική. Το ζητούμενο είναι, όπως και να έχει, να σταματήσουμε με τη βοήθειά τους να υπερμεγεθύνουμε τα γεγονότα, τις καταστάσεις και κυρίως τα συναισθήματα άγχους, φόβου ή και θυμού.

Η στήριξη από τους αγαπημένους μας έρχεται όταν και εμείς δείχνουμε θετικοί στο να δεχτούμε την παρουσία και την τοποθέτησή τους. Όταν δείχνουμε άτρωτοι, αδιάλλακτοι και εριστικοί, το σίγουρο είναι ότι δεν θα «τολμήσουν» πολλοί να κάνουν το βήμα προκειμένου να έρθουν πιο κοντά μας. Φοβούνται και εκείνοι να πλησιάσουν. Δεν θέλουν να γίνουν αντιληπτοί ως παρεμβατικοί ή ως αδιάκριτοι. Ωστόσο, οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι μόνο για τις «καλές» στιγμές. Χρειάζονται περισσότερο για όλες εκείνες τις καταστάσεις όπου χάνουμε την υπομονή, τη διαύγεια και την ψυχραιμία μας. Λειτουργούν έτσι (αν τους αφήσουμε τους γύρω μας) «πυροσβεστικά», κατασταλτικά.

Ό,τι και να γίνει στη ζωή μας, είναι καθησυχαστικό να γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι έχουμε κάποιους ανθρώπους οι οποίοι θα μας συμπαρασταθούν, θα μας κατανοήσουν, ακόμα και αν δεν συμφωνούν με την κοσμοθεωρία μας. Όπως και εμείς για εκείνους αν παραστεί ανάγκη. Υπάρχουν και φορές που δεν χρειάζεται να μας πουν πολλά. Μπορεί απλά και μόνο η παρουσία τους να μας λέει περισσότερα από τα λόγια τους. Νιώθουμε ασφάλεια. Εκείνη τη στιγμή δεν χρειαζόμαστε κριτική, ηθικά διδάγματα, ούτε καυστικότητα. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι καταρχήν αποδοχή, αλλά και ανοχή.

Έχουμε ανάγκη να νιώσουμε ότι δεν κατηγορούμαστε για τα σφάλματά μας ή τις λάθος σκέψεις μας. Αυτό που προέχει είναι η διακριτική παρουσία τους και η ακρόαση από εκείνους. «Διψάμε» για κατανόηση άνευ όρων και στη συνέχεια για λύσεις που θα μας κάνουν να σταματήσουμε να φοβόμαστε και να αγωνιούμε. Σίγουρα θα έρθει και η ώρα της συζήτησης για το πώς φτάσαμε ως εδώ. Ωστόσο, αυτό που έχει προτεραιότητα είναι η συμβουλή από αγάπη κι όχι η επίκριση.

Τον αναστοχασμό, άλλωστε, δεν τον «επιβάλλουμε» στον άλλο, αλλά τον «εμπνέουμε». Πρώτα αφήνουμε τον άνθρωπο σε σύγχυση να μιλήσει, να εκφραστεί, να εκτονωθεί και μετά του δίνουμε ερεθίσματα για αυτοκριτική. Όχι, όμως με διδακτικό ύφος, αλλά με συμπόνια. Έχει σημασία να αντιληφθούμε «πώς» θέλει να βοηθηθεί εκείνος ή εκείνη που το έχει ανάγκη κι όχι πώς εμείς απλά θα «νουθετήσουμε» ή θα «καυχηθούμε» με το γνωστό «στα έλεγα εγώ»…