Χρόνια πολλά στον Γιωργάκη και στην Γεωργία,να είναι γερά και πάντα χαρούμενα!
Ο Άγιος Γεώργιος (280/285 – 23 Απριλίου 303), αποκαλούμενος από την Ορθόδοξη Εκκλησία Μεγαλομάρτυς και Τροπαιοφόρος, είναι από τους δημοφιλέστερους αγίους σε ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Απριλίου ή για τις Εκκλησίες που πηγαίνουν σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο, όπου εάν η ημέρα συμπέσει πριν την Ανάσταση, μετατίθεται τη Δευτέρα της
Ο Άγιος στην Παράδοση
Ο Άγιος Γεώργιος θεωρείται προστάτης του Πεζικού και του Στρατού Ξηράς, ενώ είναι και ο προστάτης Άγιος της Αγγλίας. Επίσης, θεωρούταν Άγιος προστάτης των Σταυροφόρων και των Προσκόπων. Ως τροπαιοφόρος (στρατιωτικός) άγιος και ελευθερωτής συγκεντρώνει πολλές θαυμάσιες διηγήσεις και παραδόσεις, από τις οποίες η σπουδαιότερη είναι αυτή που μιλάει για το φόνο του δράκοντα και της σωτηρίας της βασιλοπούλας.
Το θηρίο αυτό φυλούσε το νερό μιας πηγής κοντά στη Σιλήνα στη Λιβύη και το άφηνε να τρέχει μόνον όταν έβρισκε κάποιον άνθρωπο να φάει. Οι κάτοικοι της περιοχής όριζαν με κλήρο το θύμα του δράκοντα. Ολόκληροι στρατοί είχαν αντιταχθεί με αυτό το τέρας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο κλήρος έφερε και τη σειρά της βασιλοπούλας, την οποία έσωσε ο Άγιος Γεώργιος φονεύοντας το δράκο.
Λαογραφία
Σε πολλά μέρη της ελληνικής επικράτειας ο μήνας Απρίλιος, που συμβαίνει να εορτάζεται η μνήμη του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Γεωργίου, ονομάζεται και “Αϊγιώργης“, ή “Αϊγιωργίτης“.
Χαρακτηριστικό επίσης είναι εκ της αρχαίας γνωστής παροιμίας η σύγχρονη σχετική, όπου ο Άγιος αντικατέστησε την Αθηνά: «Άγιε μου Γιώργη βόηθα με, κούνα και συ το χέρι σου».
Σημαντικότερα από τα ελληνικά έθιμα στη μνήμη του Αγίου είναι της Θράκης, όπου την παραμονή της εορτής μαζεύουν τσουκνίδες και τις βάζουν στην πόρτα του σπιτιού, γιατί “τη νύχτα λένε πως βγαίνει το “τζάντι” (= δαιμόνιο) και παίρνει το “ούρι” (= ευτυχία του σπιτιού)“, καθώς και της Σύμης, όπου ομοίως την παραμονή ανάβουν φωτιές και πηδούν τραγουδώντας τον ακόλουθο στίχο: «έξω ψύλλοι και κοριοί και μεγάλοι ποντικοί» που είχε να κάνει με την καθαριότητα και το ασβέστωμα του σπιτιού που γίνεται την παραμονή.
Το τραγούδι του Αϊ Γιώργη (Λουτρά της Λέσβου)
Άγιε μου Γιώργ’ αφέντη μου, πρώτε μου καβαλάρη
είχαμε και στον τόπο μας ένα βαθύ πηγάδι.
Που κατοικούσε το θεριό, έν’ άγριο λιοντάρι
ανθρώπους το πηγαίνανε κάθε πρωί και βράδυ.
Μια μέρα δεν το πήγανε άνθρωπο να δειπνήσει
σταλιά νερό δεν άφησε τη χώρα να δροσίσει.
Για ρίξετε το βολετή κι όπ’ είναι για να πέσει
να στείλει το παιδάκι του του λιονταριού πισκέσι.
Κι ο βολετής, ναι, έπεσε σε μια βασιλοπούλα
όπου την είχ’ ο βασιλιάς μία και μοναχούλα.
Σαν τ’ άκουσε ο βασιλιάς αυτό το λόγο λέει:
– Πάρτε το βίος μου όλονε και το παιδί μου αφήστε.
Πολύς λαός σηκώνεται πάει στο βασιλέα.
– Για στείλε το παιδάκι σου μη στείλουμε κι εσένα.
Στολίσετε τη κόρη μου και κάνετε την νύφη
και στείλτε την του λιουνταριού πισκέσι να δειπνήσει.
Πήγαν και τη στολίσανε χρυσό μαργαριτάρι
και ένα βασιλόπουλο της λένε πως θα πάρει
– Κάλλιο ‘χα να με βάλουνε ζωντανή μες στο χώμα
παρά που θα με βάλετε στου λιονταριού το στόμα..
Όπου την κατεβάζανε κι όπου την επερνούσαν
ροδόσταμα τη ραίνανε μόσχο την περεχούσαν.
Σαν τ’ άκουσε ο Άγι-Γιώιργς, τρέχει να τη γλυτώσει
κι απ’ το βαρύ το θάνατο να την ελευθερώσει.
Από καρσί τον εθωρεί κι από κοντά του λέει:
– Άϊντε ξενάκι μ’ στο καλό και κάθεται και κλαίει.
– Άϊντε ξενάκι μ’ στο καλό να μη σε φάει κι εσένα
αυτό το άγριο θεριό που θε να φάει κι εμένα.
– Άφησ’ με κόρ’ να κοιμηθώ απά’ στα γόνατα σου
κι όταν θα έρθει το θεριό εγώ θα σε γλυτώσω.
– Λόγια μου λες, ξενάκι μου, να με παρηγορήσεις
κι όταν θα έρθει το θεριό θα φύγεις να μ’ αφήσεις.
Εκεί που κοιμούνταν ο Άϊ-Γιώργς πάει ένα περιστέρι,
κρατούσε τίμιο σταυρό εις το δεξί του χέρι.
Και ο σταυρός, ναι, έγραφε: Εβίβα Άϊ-Γιώργη,
ό,τι να λέει τ’ αχείλι σου ευθύς να στερεώνει.
Ξύπνα, ξύπνα, ω! ξένε μου και το θεριό αφρίζει
κι ο δράκοντας τα δόντια του για μένα τ’ ακονίζει.
Γυρίζει ανατολικά και κάνει το σταυρό του,
μια κονταριά του έδωσε και πήρε το λαιμό του.
Και τη ξαναδευτέρωσε κι άλλη μες στο στόμα
κι έκανε τόση ταραχή στις πέτρες και στο χώμα.
– Πες μου, ξενάκι μ’, τι σε λέν’ και ποιο ‘ναι τ’ όνομά σου.
για να σε κάνει ο βασιλιάς χάρη στην αφεντιά σου.
– Γιώργη με λεν, κοπέλα μου, απ’ την Καππαδοκία
κι αν θες να κάνεις χάρισμα κάνε μιαν εκκλησία
και κάτσε και ζωγράφισε Χριστό και Παναγία.
Καταμεσίς στην εκκλησιά να στήσεις καβαλάρη,
αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι,
για να τον εορτάζουνε όλοι μικροί μεγάλοι.
βολετής: κλήρος
πισκέσι: δώρο
καρσί: αντίκρι
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ !
Aν σας άρεσε το άρθρο,πατήστε Share… και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!