Πώς προσπαθούμε να οριοθετήσουμε τα παιδιά μας και τι άλλοθι δίνουμε στον εαυτό μας; Γνωρίζουμε την υπεροχή μας ως προς τη σωματική δύναμη και το εκμεταλλευόμαστε για να πετύχουμε αυτό που θέλουμε; Όταν ένα μεγαλύτερο παιδάκι λέει σε ένα μικρότερο: “Κάνε αυτό που σου λέω, αλλιώς θα σε δείρω”, το αποκαλούμε εκφοβισμό, ενώ όταν ένας ενήλικας λέει σε ένα παιδί: “Θα μετρήσω μέχρι το 3 και μετά…θα δεις τι έχεις να πάθεις. 1, 2…”, το αποκαλούμε πειθαρχία. Το πρώτο θεωρείται κατακριτέο κοινωνικά, ενώ το δεύτερο είναι κοινωνικά αποδεκτό.
Αν το σκεφτούμε πιο αναλυτικά, θα δούμε ότι εμείς οι ενήλικες ουσιαστικά διδάσκουμε τη συμπεριφορά του εκφοβισμού στα παιδιά μας απειλώντας τα μέσω της σωματικής μας δύναμης. Αναπαράγουμε δηλαδή τα βιώματα που πιθανόν έχουμε από τη δική μας πατρική οικογένεια. Τα παιδιά ξέρουν ότι οι ενήλικες είναι πιο μεγάλοι και πιο δυνατοί από τα ίδια, οπότε συμμορφώνονται ουσιαστικά από άμυνα, επειδή δεν μπορούν να επιβληθούν. Στην εφηβική ηλικία όμως τι γίνεται; Συνεχίζουν ακόμα να μετράνε οι γονείς για να κάνει το παιδί όσα του λένε;
Είναι πολύ σημαντικό να εμπεδώσουμε ότι μια αντιδραστική συμπεριφορά προκαλείται από ψυχικές ανάγκες του παιδιού που δεν έχουν εκπληρωθεί ή από μη ρεαλιστικές προσδοκίες των γονιών και όχι επειδή προσπαθεί να τεστάρει τα όρια μας ή να μας χειριστεί. Συμβαίνει αρκετά συχνά οι ανάγκες των γονιών να συγκρούονται με αυτές των παιδιών! Τα παιδιά όταν είναι απορροφημένα με το παιχνίδι, δεν θέλουν να το διακόψουν επειδή ο γονιός πρέπει να πάει στην τράπεζα πριν κλείσει. Όταν οι ανάγκες παιδιών και γονέων συγκρούονται ωφέλιμη δεν είναι η άσκηση της εξουσίας εκ μέρους του γονέα, αλλά το να χρησιμοποιήσει τον συναισθηματικό δεσμό που έχει με τα παιδιά του ως ένα βασικό εργαλείο.
Ένας ισχυρός δεσμός αναπτύσσεται σε βάθος χρόνου όταν οι γονείς συστηματικά και με αγάπη προσπαθούν να ικανοποιούν τις ανάγκες των παιδιών τους. Η χρήση απειλών ουσιαστικά υπονομεύουν το συναισθηματικό δέσιμο γονέα-παιδιού και μεταφέρουν το παρακάτω μήνυμα στα παιδιά: ” Αυτό που σκέφτεσαι, νιώθεις, θέλεις ή έχεις ανάγκη, δεν είναι σημαντικό.” Η βάση όλων για να κάνουμε την αλλαγή, είναι να αποδεχτούμε τον εαυτό μας και κατ’ επέκταση και τα παιδιά μας χωρίς όρους. Έπειτα, μπορούμε να δούμε κάθε φορά που παρατηρούμε να υπάρχει μια σύγκρουση αναγκών τι εναλλακτικές είναι εφικτό να χρησιμοποιήσουμε. Για παράδειγμα μπορούμε να επιτρέψουμε στο παιδί να πάρει ένα μικρό παιχνίδι μαζί του από το σπίτι για να παίξει στο αυτοκίνητο ή να του πούμε ότι μπορούμε να μείνουμε για ακόμα λίγο στην παιδική χαρά. Όταν όμως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, τότε είναι πολύ σημαντικό να “επιτρέψουμε” στο παιδί να έχει αυτό το συναίσθημα, χωρίς να προσπαθήσουμε να το ακυρώσουμε ή να το υπονομεύσουμε, αλλά να του δείξουμε ότι το καταλαβαίνουμε και το αποδεχόμαστε ακόμα και με αυτά του τα ξεσπάσματα.
Είναι πολύ βοηθητικό να έχουμε στο μυαλό μας ότι κάθε φορά που το παιδί μας αντιδρά υπερβολικά σε κάποια δική μας πρόταση, αντί να μείνουμε στη συμπεριφορά του, να ψάξουμε να εντοπίσουμε που υπάρχει εκείνη τη στιγμή σύγκρουση αναγκών. Θα μπορούσαμε να πούμε: ” Βλέπω ότι είσαι σε μεγάλη ένταση. Θέλεις να δούμε τι συμβαίνει; Θες να μου πεις τι έχεις ανάγκη ή τι σε ενοχλεί;” Ουσιαστικά, το μήνυμα που περνάμε με αυτή την απλή ερώτηση είναι: “Σε αγαπώ και τα συναισθήματα σου και οι ανάγκες σου έχουν σημασία για εμένα!Σε αποδέχομαι όπως είσαι”.
Κρητικού Μαρίνα, Ψυχολόγος Υγείας/ Συστημική-Οικογενειακή Σύμβουλος
Πηγή: kritikou-healthpsy.gr