Σκέψου να “σαι η μάνα που ανοίγει το πορτοφόλι της και βλέπει τη φωτογραφία του. Εκείνη που απλώς θέλει ν’ ακούσει τη φωνή του στο τηλέφωνο. Εκείνη που κάποτε το γέννησε, αλλά το κουβαλάει μέσα της για πάντα. Η μάνα που κάθε σκέψη της έχει υστερόγραφο το πρόσωπό του. Και κάποια μέρα ξαφνικά, κάποιος του μιλά άσχημα, κάποιος θέλει το κακό του, κάποιος θέλει να το πονέσει. Και το πονά.
Σκέψου να “σαι η μάνα. Και να τρέμει η ψυχή σου που έφυγε από κοντά σου. Να θέλεις να γίνεις κάθε πέτρα, κάθε μονοπάτι, κάθε δρόμος που θ’ ακολουθήσει, για να το προσέχεις. Και κάποια μέρα το παιδί να χάνεται σε κάποια θάλασσα. Κι εσύ να μη ξέρεις τίποτα. Ποιος να σε βρει και ποιος να σου πει για κάποιο σάπιο δουλεμπορικό.
Σκέψου να “σαι η μάνα που κάθε μέρα ξυπνά με την σκέψη να βρεις φαγητό για το παιδί. Να περπατάς χιλιόμετρα για να βρεις καθαρό νερό. Να παρακαλάς για ένα βρώμικο δολάριο, για να του πάρεις γάλα. Και κάποια μέρα, κάποιος στρατός να το σκοτώνει. Και το παιδί να γίνεται κάποιος αριθμός σε κάποιο δελτίο ειδήσεων, σε κάποια χώρα.
Σκέψου να είσαι η μάνα και να μη μάθεις ποτέ πως την ώρα που ξεψυχούσε, που άφηνε το σώμα του, σ’ αυτήν την απειροελάχιστη χαραμάδα του χρόνου, σ’ εκείνη την ύστατη στιγμή, σκέφτηκε το πρόσωπό σου.
Σκέψου να σαι η μάνα…
Σκέψου το. Όχι, σκέψου το πραγματικά , μην το προσπεράσεις. Μην πας γρήγορα στην επόμενη γραμμή. Σε παρακαλώ…
Σκέψου το. Γιατί είσαι και είμαι η μάνα. Είσαι και είμαι το παιδί. Είμαστε ο λώρος που μας ενώνει. Όλους μας.
Δε θέλω να πεθάνω για να με αγαπάς. Δε θέλω να γίνω ήρωας για να μ’ αγαπάς. Δε θέλω να γίνω κάτι για να μ’ αγαπάς. Θέλω… θα “θελα… να το κάνεις τώρα.
Τώρα που με συναντάς στο δρόμο. Τώρα που δε γνωρίζεις τ’ όνομά μου. Τώρα που μου μιλάς. Που με διαβάζεις. Τώρα που ήσουν έτοιμος να μου φωνάξεις, να με χτυπήσεις. Τώρα, που σου μοιάζω αδύναμος. Τώρα που νόμιζες πως ήμουν ξένος. Τώρα.
Τώρα… που ξέρεις πια…