Νομίζω ότι είναι αδύνατο να μην αγαπάμε τους γονείς μας. Είναι όμως πιθανό να μην τους συμπαθούμε.
Ελάχιστα πράγματα μας στηρίζουν και μας θρέφουν όσο μια καλή, γερή, στηρικτική σχέση με τους γονείς μας από μικρή ηλικία. Είναι οι άνθρωποι που διαμεσολαβούν τον κόσμο σ’ εμάς, είναι το πρώτο «εσύ» χάρη στο οποίο εμείς γινόμαστε «εγώ». Για πολλά χρόνια εξαρτιόμαστε από αυτούς, όχι μόνο για τη στοιχειώδη επιβίωσή μας αλλά και, σημαντικότερο, για το θρέψιμο της προσωπικότητάς μας.
Όσοι/ες από εσάς, λοιπόν, έχετε την τύχη να μεγαλώσατε με γονείς που όχι μόνο σας αγαπούσαν, αλλά και σας σέβονταν χωρίς να σας κακοποιούν ψυχικά, μπορείτε να προχωρήσετε σε άλλο, πιο ενδιαφέρον άρθρο.
Τους γονείς μας δεν μπορούμε να τους βγάλουμε τελείως από μέσα μας. Μπορεί όμως να χρειάζεται να τους βγάλουμε από τη ζωή μας, όταν εξακολουθούν να μας κάνουν κακό, όπως έγραψα στο Ορφανοί, αλλά με γονείς. Τα σχόλια ανθρώπων που ήταν ορφανοί αλλά με γονείς επιβεβαιώνουν, δυστυχώς, την ανάγκη αποβολής των κακών γονέων από τη ζωή μας.
Επανέρχομαι γιατί το προηγούμενο άρθρο μου ήταν λειψό. Κάποιες αναγνώστριες μου πρόσαψαν ότι δεν είναι λύση να βγάλουμε τους γονείς μας από τη ζωή μας και ότι είναι καλύτερο να προσπαθήσουμε να αποκαταστήσουμε τη σχέση μας και να βελτιώσουμε την επικοινωνία. Πράγματι, ποιος δε θα ‘θελε να έχει μια όμορφη, αλληλοστηριχτική σχέση με τους γονείς του; Όμως η επιθυμία για επικοινωνία δεν ισούται με επικοινωνία. Πρέπει και ο άλλος να θέλει να επικοινωνήσει. Αν το να τα έχω καλά με τους γονείς μου σημαίνει να στραμπουλιέμαι μέσα μου, τότε αυτό δεν είναι συμφιλίωση/συγχώρεση, αλλά εσωτερικός βιασμός.
Δηλαδή αν τους βγάλουμε από τη ζωή μας λύνονται όλα; Όχι, φυσικά. Ο πόνος δε φεύγει -απλώς παύουμε να προσθέτουμε καινούργιο. Για να είμαστε εμείς καλά, αλλά και για να έχουμε έστω μια κάποια πιθανότητα συμφιλίωσης, επικοινωνίας, συγχώρεσης, συμβιβασμού ή αποκατάστασης της σχέσης μας με τους γονείς μας, χρειάζεται πρώτα να επεξεργαστούμε τα βουνά συναισθημάτων που έχουμε μαζέψει. Κάπως να βγάλουμε από μέσα μας όλο τον πόνο, τον θυμό, τη στενοχώρια. Ύστερα, πιο καθαροί, μπορούμε να σκεφτούμε με μεγαλύτερη ενάργεια αν γίνεται ν’ αποκτήσουμε μια σχέση μη βίας με τους γονείς μας.
Να κάνουμε μια προσπάθεια (μία όχι χίλιες) να δούμε αν και οι γονείς μας επιθυμούν ειλικρινά μια βελτίωση της σχέσης μας και είναι πρόθυμοι να μας σεβαστούν.
Η συγχώρεση, η κατανόηση, η συμφιλίωση πολλές φορές δυστυχώς περιορίζεται σε μια νοητική διεργασία (πρέπει να τους συγχωρέσω για να πάω μπροστά), με ελάχιστο αντίκρισμα στα συσσωρευμένα συναισθήματά μας. Βασικά, κουκουλώνουμε το τι μας έχει συμβεί (ή εξακολουθεί να μας συμβαίνει) στο όνομα μιας καλής σχέσης, κυρίως λόγω τύψεων. Μόνο αν αποδεχτούμε την οργή μας και τον πόνο μας για τον απαίσιο γονιό μας και του αποδώσουμε την ευθύνη που του αντιστοιχεί, θα είμαστε σε θέση να δούμε και την άλλη πλευρά και να αναγνωρίσουμε και τα καλά που μας έκανε. Η συμφιλίωση είναι μια συναισθηματική διεργασία, όχι νοητική.
Ένας επιβαρυντικός παράγοντας είναι το τεράστιο ταμπού της ελληνικής κοινωνίας για την οικογένεια, ως ό,τι πιο ιερό υπάρχει. Οι γονείς είναι πάντοτε στο απυρόβλητο, αυταπόδεικτα καλοπροαίρετοι στα παιδιά τους, αξιωματικά καλύτεροι άνθρωποι απ’ όσους δεν έχουν κάνει παιδιά. Το αποτέλεσμα; Ποιο παιδί μπορεί να υψώσει φωνή και να πει: «Όχι, ο δικός μου γονιός με γ@@@@@! Γι’ αυτό τον έκανα πέρα!» χωρίς να εισπράξει αποτροπιασμό, περιφρόνηση ή κριτική από τον περίγυρό του;
Ένας άλλος επιβαρυντικός παράγοντας, όπως πολύ εύστοχα διαπιστώνει μια φίλη μου, η σχέση γονιού-παιδιού είναι μια σχέση ταύτισης: ως γονιός δυσκολεύομαι να δεχτώ ότι το παιδί μου μπορεί να είναι «κακός» άνθρωπος, γιατί αυτό αντανακλά πάνω μου. Παρομοίως, το να ομολογήσω ότι ο γονιός μου μπορεί να είναι (και) κακός άνθρωπος είναι ανυπόφορο, γιατί φοβάμαι ότι μπορεί να έχω κληρονομήσει αυτή την «κακία». Η αποτυχία του ενός (γονιού ή παιδιού) σημαίνει αποτυχία και του άλλου (κι ας μην ισχύει πραγματικά).
Όσο κακό και να μας έκαναν οι γονείς μας, εξακολουθούμε να τους αγαπάμε. Είναι αναπόφευκτο. Και νομίζω ότι θα εξακολουθούμε να ευχόμαστε ενδόμυχα να είχαμε μια καλύτερη σχέση. Το στοίχημα είναι να μας επιτρέψουμε να πάμε παρακάτω, μην αφήνοντας αυτό τον καημό να μας βάζει τρικλοποδιές στις υπόλοιπες σχέσεις μας και την καθημερινότητά μας.
ΥΓ.: Συγκινούμαι από τα σχόλια που έγραψαν κάποιες αναγνώστριες/ες και θέλω να κλείσω με αυτές τις μαρτυρίες πόνου και δύναμης:
«Υπάρχουν στιγμές που σχεδόν εύχομαι να είχα δεχτεί φυσική βία γιατί τότε θα ήταν διακριτός ο “εχθρός”».
«Ακόμα αναρωτιέμαι τι πετριά έφαγα τότε και μου ήρθε να φαντασιώνομαι ότι θα καταφέρναμε ωραίες οικογενειακές στιγμές… Πλέον θεωρώ ότι θα ήμουν σε πολύ καλύτερη θέση, αν τότε έκοβα κάθε σχέση μαζί της, δυστυχώς!»
«Για όσους μεγαλώσαμε “ορφανοί με γονείς” και το συνειδητοποιήσαμε εγκαίρως ήταν το μεγαλύτερο μάθημα ζωής. Καμία σχέση δεν είναι δεδομένη, δεν υπάρχουν καβάτζες να στηριχθείς, είσαι μόνος και ταυτόχρονα (και ακριβώς γι’ αυτό) τραγικά ελεύθερος».
protagon.gr
Aν σας άρεσε το άρθρο,πατήστε Share… και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!