Μια κρύα ημέρα στη Βαρκελώνη, η Alma περιφέρεται σ’ ένα μοναχικό δρόμο. Τότε βλέπει έναν τοίχο με χιλιάδες ονόματα διαφόρων παιδιών. Γράφει και το δικό της όνομα.
Στη συνέχεια γυρίζει γύρω, και βλέπει ένα σκοτεινό μυστηριώδες κατάστημα παιχνιδιών που είναι γεμάτο με αμέτρητες κούκλες που στοιβάζονται η μία πάνω στην άλλη. Παρατηρεί μια κούκλα που μοιάζει ακριβώς όμοια με αυτήν στο μπροστινό παράθυρο.
Προσπαθεί να μπει στο κατάστημα για να πάρει την κούκλα για τον εαυτό της αλλά διαπιστώνει ότι η πόρτα είναι κλειδωμένη.
Γυρίζει να φύγει μα η πόρτα ανοίγει μαγικά! Έτσι μπαίνει στο κατάστημα όπου είναι μόνη της.
Τότε βλέπει ένα μικρό παιχνίδι ενός αγοριού σε ποδήλατο. Το παιχνίδι τότε τρέχει προς την έξοδο αλλά η πόρτα κλείνει αυτόματα πριν μπορέσει να διαφύγει.
Η Alma αρχίζει να ανέβει σ ‘ένα ράφι για να φτάσει μια κούκλα. Τη στιγμή όμως που αγγίζει την κούκλα, βρίσκει τον εαυτό της να κοιτάζει η ίδια το κατάστημα από την πλευρά της κούκλας.
Παγιδευμένη και ανίκανη να κινηθεί η Alma καταλαβαίνει πως και οι υπόλοιπες κούκλες είναι στην ίδια κατάσταση. Και τότε, μια διαφορετική κούκλα αμέσως εμφανίζεται στη βιτρίνα του καταστήματος, έτοιμη να παγιδεύσει ένα νέο παιδί.