Η ενδοκυτοπλασμική έγχυση σπέρματος (Intracytoplasmic sperm injection – ICSI) είναι μία μέθοδος γονιμοποίησης του ωαρίου, που εφαρμόζεται στα πλαίσια της εξωσωματικής γονιμοποίησης και χαρακτηρίζεται από την απευθείας έγχυση σπέρματος στο εσωτερικό του ωαρίου. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στις αρχές τις δεκαετίες του 90 και έκτοτε εφαρμόζεται σε ευρεία κλίμακα σε όλον τον κόσμο.
Η ενδοκυτοπλασμική έγχυση σπέρματος χρησιμοποιείται καταρχήν στα πλαίσια της εξωσωματικής γονιμοποίησης, όταν η υπογονιμόητα οφείλεται στον ανδρικό παράγοντα και το σπερμοδιάγραμμα παρουσιάζει ανωμαλίες στον αριθμό ή τη μορφολογία των σπερματοζωαρίων. Γενικά η ενδοκυτοπλασμική έγχυση σπέρματος αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Έτσι σε πολλά κέντρα αντιμετώπισης της υπογονιμότητας η ενδικυτοπλασμική έγχυση σπέρματος αποτελεί την πάγια πρακτική γονιμοποίησης των ωαρίων στα πλαίσια της εξωσωματικής γονιμοποίησης (βλ. εικόνα).
Κατά καιρούς έχουν δημοσιευθεί μελέτες, στις οποίες υποστηρίζεται πως η ενδοκυτοπλασμική έγχυση σπέρματος αυξάνει τις πιθανότητες τα παιδιά, που θα γεννηθούν, να παρουσιάζουν συγγενείς ανωμαλίες. Φαίνεται τα παιδιά, των οποίων η σύλληψη επετεύχθη με ενδομπλασμική έγχυση σπέρματος, παρουσιάζουν ελαφρώς αυξημένο ποσοστό συγγενών ανωμαλιών σε σχέση με τα παιδιά των οποίων οι σύλληψη είναι φυσική ή με εξωσωματική γονιμοποίηση χωρίς όμως τη χρήση ενδοκυτοπλασμικής έγχυσης σπέρματος (η γονιμοποίηση επιτυγχάνεται με ανάμιξη του ωαρίου με σπέρμα).
Για το λόγο αυτό είναι να ακολουθείται πάντα το πρόγραμμα προγεννετικού ελέγχου.
Η ενδοκυτοπλασμική έγχυση σπέρματος αυξάνει λοιπόν τις πιθανότητες επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Φαίνεται πως η ελαφρά αύξηση των συγγενών ανωμαλιών, που συνδέεται με αυτή τη μέθοδο γονιμοποίησης δεν είναι αρκετή για να περιορίσει σε γενικές γραμμές τη χρήση της.
Δρ Μενέλαος Κων. Λυγνός, MSc, PhD – Μαιευτήρ Χειρούργος Γυναικολόγος
Πηγή: eleftheia.gr