Ολοένα και περισσότερα ζευγάρια που δυσκολεύονται να γίνουν γονείς καταφεύγουν στη λύση της εξωσωματική γονιμοποίησης. Ωστόσο έντονος είναι ο φόβος των γυναικών, που θα υποβληθούν σε ορμονοθεραπεία ότι κινδυνεύουν να εμφανίσουν καρκίνο του μαστού.
Τελικά ισχύει αυτή η θεωρία ή όχι; Σε ποιες εξετάσεις πρέπει να υποβληθούν οι γυναίκες πριν την εξωσωματική γονιμοποίηση; Τι δείχνουν οι νεότερες έρευνες για το θέμα αυτό;
Απαντήσεις σε αυτά και σε άλλα ερωτήματα στο επιστημονικό άρθρο, που ακολουθεί.
Του Άρη Χ. Τσιγκρή
MD PhD. Μαιευτήρα – Χειρουργού- Γυναικολόγου
Η αντιμετώπιση της υπογονιμότητας επιβάλλει και αντίστοιχη φαρμακευτική αγωγή, η δράση της οποίας, όμως, μπορεί θεωρητικά να συσχετιστεί με την εμφάνιση καρκίνου του μαστού.
Παρότι οι πρόσφατες μελέτες δεν επιβεβαιώνουν γενικά κάτι τέτοιο, υπάρχουν κατηγορίες γυναικών που επιβάλλεται να παίρνουν επιπλέον μέτρα πρόληψης.
Σε όλες τις γυναίκες άνω των 30 ετών πρέπει να γίνεται μαστογραφικός έλεγχος πριν αυτές ξεκινήσουν οποιαδήποτε διαδικασία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, καθώς επίσης και σε αυτές με έντονο οικογενειακό ιστορικό.
Υπογονιμότητα καλείται η αδυναμία σύλληψης ύστερα από ένα χρόνο προσπάθειας με τακτικές φυσιολογικές σεξουαλικές επαφές. Στο πρόβλημα της υπογονιμότητας σημαντική βοήθεια προσφέρουν οι μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Οι κυριότερες μέθοδοι είναι η ενδομήτρια σπερματέγχυση και η εξωσωματική γονιμοποίηση.
Η προετοιμασία της γυναίκας που υποβάλλεται στις μεθόδους αυτές περιλαμβάνει τη διέγερση των ωοθηκών με ορισμένα φάρμακα. Τα κυριότερα είναι η κιτρική κλομιφαίνη σε μορφή χαπιών και οι γοναδοτροπίνες, που χορηγούνται είτε με υποδόριες είτε με ενδομυϊκές ενέσεις.
Με τη χορήγηση των φαρμάκων αυτών επιτυγχάνουμε ανάπτυξη πολλών ωοθυλακίων, άρα την ανάπτυξη και ωρίμανση πολλών ωαρίων.
Τα ωοθυλάκια που αναπτύσσονται εκκρίνουν ικανές ποσότητες οιστρογόνων, περισσότερες τουλάχιστον απ’ όσες εκκρίνονται στο φυσιολογικό κύκλο. Θεωρητικά τα αυξημένα αυτά οιστρογόνα θα μπορούσαν να συσχετιστούν με εμφάνιση ή επιτάχυνση της αύξησης οιστρογονοεξαρτόμενων όγκων, όπως είναι ο καρκίνος του μαστού.
Τα στοιχεία
Λίγες μελέτες μέχρι τώρα έχουν προσπαθήσει να διερευνήσουν τη συσχέτιση του καρκίνου του μαστού με τα φάρμακα υπογονιμότητας που προκαλούν υπεροιστρογοναιμία στη γυναίκα. Αναφέρουμε τα αποτελέσματα από την ανασκόπηση δεκαπέντε εργασιών.
Οι έντεκα αφορούν σε προοπτικές μελέτες κοορτής (cohort studies) και οι τέσσερις αφορούν σε μελέτες ασθενών-μαρτύρων (case-control studies).
Η ανάλυση των μελετών κοορτής, που περιλάμβαναν 60.050 γυναίκες οι οποίες ακολούθησαν αγωγή για ανάπτυξη πολλών ωοθυλακίων σε προγράμματα εξωσωματικής γονιμοποίησης, δεν έδειξε στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ φαρμάκων και εμφάνισης καρκίνου μαστού.
Η ανάλυση των μελετών ασθενών-μαρτύρων, που περιλάμβαναν 11.303 γυναίκες με καρκίνο μαστού και 10.930 γυναίκες-μάρτυρες, έδειξε συσχέτιση μεταξύ φαρμάκων υπογονιμότητας και κίνδυνο για καρκίνο μαστού στις γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό καρκίνου μαστού.
Δεύτερη σημαντική παρατήρηση στις μελέτες ασθενών-μαρτύρων είναι η τάση αυξημένου κινδύνου στις γυναίκες με μακροχρόνια χρήση γοναδοτροπινών (περισσότεροι από 6 κύκλοι εξωσωματικής γονιμοποίησης).
Τρίτη σημαντική παρατήρηση στις ίδιες μελέτες είναι ότι ο κίνδυνος για εμφάνιση καρκίνου μαστού βρίσκεται μεγαλύτερος μέσα στον ένα χρόνο από την τελευταία θεραπεία.
Αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί είτε υποθέτοντας ότι τα φάρμακα διεγείρουν τη γρήγορη ανάπτυξη προϋπάρχοντων όγκων, δράση παρόμοια με αυτή της εγκυμοσύνης στον καρκίνο μαστού, είτε με το ότι η παρακολούθηση των γυναικών σε προγράμματα εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι πιο στενή, με αποτέλεσμα την έγκαιρη διάγνωση κακοήθειας.
Συμπερασματικά, στη συντριπτική τους πλειονότητα οι μελέτες δεν κατάφεραν να συσχετίσουν τα φάρμακα υπογονιμότητας με τον καρκίνο μαστού. Παρ’ όλα αυτά, χρειάζεται περαιτέρω μελέτη των γυναικών που είναι 35 ετών και άνω, αυτών που έχουν κληρονομική προδιάθεση ή αυτών στις οποίες καθ’ υπερβολή εφαρμόστηκαν αυξημένες δόσεις φαρμάκων διεγέρσεως των ωοθηκών ή πέραν των 6 κύκλων, για να αποδείξουμε ότι αύξησαν την πιθανότητά τους να νοσήσουν.
Η πρόληψη
Αυτό που σίγουρα χρειάζεται είναι ο προληπτικός έλεγχος όλων των γυναικών που πρόκειται να υποβληθούν σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, μέσω κλινικής εξέτασης και εργαστηριακών εξετάσεων.
Απαραίτητη θεωρείται η κλινική εξέταση σε όλες τις γυναίκες από ειδικό ιατρό και κατόπιν -όπου αυτό κριθεί αναγκαίο- υπερηχογράφημα μαστών, μαστογραφία ή και μαγνητική τομογραφία μαστών.
Γενικώς, σε όλες τις γυναίκες άνω των 30 ετών πρέπει να γίνεται μαστογραφικός έλεγχος πριν αυτές ξεκινήσουν οποιαδήποτε διαδικασία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, καθώς επίσης και σε εκείνες με έντονο οικογενειακό ιστορικό.
Είναι σημαντικό για τη γυναίκα να ανακαλύψει κάτι πρώιμα αν υπάρχει, παρά να υποβληθεί σε περιπέτειες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, με την προσμονή ενός εκ των σημαντικότερων στιγμών της ζωής της.
Εννοείται ότι οι γυναίκες που δεν πέτυχαν το σκοπό τους με την πρώτη προσπάθεια πρέπει να υποβάλλονται στον τακτικό έλεγχο που ορίζει η ηλικία τους όσον αφορά στην πρόληψη του καρκίνου του μαστού.
Άρης Χ. Τσιγκρής
MD PhD. Μαιευτήρας – Χειρουργός Γυναικολόγος
iatropedia.gr