Φίλη μάνα – που περνάς τα ίδια με μένα – μόνο εσύ με καταλαβαίνεις
Σε είδα πρώτη φορά, πάνε 6 χρόνια, επτά η ώρα το πρωί έξω από το σχολείο, με κάτι τεράστια γαλαζοπράσινα γυαλιά ηλίου, ενώ ήταν χειμώνας. Σε είδα μέσα από τα δικά μου γυαλιά ηλίου, που τα φορούσα κάθε πρωί, ακόμα και όταν έβρεχε για να μην φαίνεται ότι κοιμάμαι όρθια. Το ίδιο κι εσύ. Κάπου εκεί πρέπει να σε αγάπησα, αλλά ακόμα δεν το ήξερα.
Μετά σε ξαναείδα να ξεροσταλιάζεις έξω από το σχολείο. Είχα έρθει δίπλα σου κρατώντας ένα κρουασάν σοκολάτα γιατί εκείνο το πρωί δεν είχα προλάβει να φτιάξω κάτι. Κοιταχτήκαμε με κατανόηση πιασμένες στα κάγκελα σαν φυλακισμένες στο ίδιο κελί και από τότε σε αγάπησα και επίσημα. Στην αρχή ήθελα να κρύψω το κρουασάν πίσω από την πλάτη μου, γιατί δεν άντεχα ακόμα ένα υποτιμητικό βλέμμα και μια ακόμα διάλεξη για τα συντηρητικά που έχει το διαολεμένο σακουλάκι. Τότε έβγαλες δειλά από την τσάντα σου ένα τσιπς και ένιωσα ότι δεν είμαι η μόνη – άχρηστη μάνα – σε αυτόν τον πλανήτη.
Από τότε γίναμε αχώριστες και μαζί μια γροθιά απέναντι στις μαμάδες που ευδοκιμούν δίπλα μας, εκείνες που τα ξέρουν όλα. Τις απόμακρες, τις επιθετικές, τις σνομπ, αυτές που σε πλησιάζουν για να δουν τι βαθμό πήρε το παιδί σου, που το σχολιάζουν πίσω από την πλάτη σου, που δεν σε θεωρούν άξια για τίποτα. Όλες αυτές με τα ανασηκωμένα φρύδια και τα τέλεια «στρωμένα» παιδιά . Δεν ένιωσες ούτε μια φορά την ανάγκη να μου αποδείξεις ότι είσαι καλύτερη μάνα από μένα, ότι τα ξέρεις όλα και ότι έχεις τη μαγική συνταγή και λύση για τα πάντα. Ήσουν αληθινή, υπέροχα ατελής και ανθρώπινη και πιο ανακουφιστικό πράγμα από αυτό δεν υπάρχει στον κόσμο, να ξέρεις.