Σύμφωνα με την υπόθεση της μητρικής αποστέρησης, τα βρέφη, ανεξαρτήτως από το αν είναι κουτάβια, πιθηκάκια ή άνθρωποι, δεν θα αναπτυχθούν κανονικά αν δεν λάβουν θερμή φροντίδα και αγάπη από τη μητρική φιγούρα, με την οποία μπορούν να συνδεθούν.
Ανακλητική Κατάθλιψη
Ο ψυχολόγος Lytt Gardner μελέτησε την ανάπτυξη των παιδιών που ήταν κοινωνικά και συναισθηματικά αποστερημένα από εχθρικούς και απορριπτικούς γονείς ή από γονείς που ήταν υπέρ του δέοντος ανήσυχοι για το παιχνίδι με τα βρέφη τους ή τους έδειχναν παραπάνω προσοχή από αυτή που απαιτούνταν για τις δραστηριότητες της καθημερινότητας.
Τα ευρήματα του Gardner συσχετίζονται με τα συμπεριφορικά μοτίβα που έχουν περιγραφεί στην έρευνα του Rene Spitz στο βρεφοκομείο. Ο όρος του Spitz,ανακλητική κατάθλιψη, περιγράφει την απάθεια, την κοινωνική ανικανότητα, τη φυσική νοσηρή ακαμψία και την έλλειψη λεκτικής έκφρασης που επικρατεί στα παιδιά του βρεφοκομείου.
Ο όρος του Harlow, κατατονική σύσπαση, είναι παρόμοια με την ανακλητική κατάθλιψη και αναφέρεται σε μια περίεργη μορφή κοινωνικής απάθειας που παρατηρήθηκε σε πιθήκους (rhesus) που είχαν μεγαλώσει στην απομόνωση. Ο Harlow σημείωσε «το ζώο εμφανίζει κενό βλέμμα και δεν ανταποκρίνεται στη συνήθη διέγερση του περιβάλλοντος, όπως τα λόγια ή οι κινήσεις του φροντιστή».
Ως εκ τούτου, η συσχέτιση μεταξύ ανακλητικής κατάθλιψης στο βρεφοκομείο και κατατονικής σύσπασης όπως παρατηρήθηκε στους πιθήκους που είχαν μεγαλώσει στην απομόνωση, απεικονίζει την υπόθεση της μητρικής αποστέρησης.
Μητρική αποστέρηση και παιδιά
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα παιδιά που έχουν βιώσει τη μητρική αποστέρηση, βασανίζονται από άγχος, καθώς η ασυνέπεια της γονικής μεταχείρισης του παιδιού, μαζί με τις συχνές και έντονες αλλαγές στη διάθεση και δραστηριότητα τους, θεωρούνται πρόδρομοι άγχους στα μικρά παιδιά.
Επίσης, τα παιδιά που γεννιούνται υπό συνθήκες γονικής παραμέλησης και κακοποίησης, εμφανίζουν συχνά ανικανότητα να διερευνήσουν επαρκώς το περιβάλλον και να αλληλεπιδράσουν με τους άλλους.
Σύμφωνα με τον Erik Erikson, αυτές οι καταστάσεις μπορούν να εμποδίσουν ανεξάρτητες συμπεριφορές και να προκαλέσουν άγχος όταν τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με νέες ή δύσκολες καταστάσεις.
Ως προς την αντιμετώπιση, τα παιδιά μπορεί να παρουσιάσουν συμπεριφορά απόσυρσης. Αυτή είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη άμυνα από τα παιδιά προσχολικής ηλικίας με σκοπό να αποφύγουν απειλητικές καταστάσεις ή ανθρώπους.
Το γενικευμένο άγχος
Επιπρόσθετα, μελέτες που διεξήχθησαν από τον Seymour Sarason επιβεβαίωσαν ότι η αρνητική γονική αξιολόγηση προς το παιδί και τα αντικρουόμενα συναισθήματα της επιθετικότητας και της ανάγκης για προσήνεια του παιδιού προς τους γονείς, συμβάλλουν στην ανάπτυξη του άγχους επί μονίμου βάσεως (γενικευμένο άγχος).
Τελικά, αυτά τα παιδιά είναι σαν να ζουν στη σκιά μιας κοινωνικής ομάδας, ακούγοντας, αντί να συμμετέχουν και προτιμώντας τη μοναξιά και την απόσυρση από την αλληλεπίδραση και την συμμετοχή.
Σαφώς, η παρατεταμένη αλληλεπίδραση με γονείς και άλλα βρέφη, είναι μια απαραίτητη διαδικασία για τα βρέφη, αν θέλουν να ευδοκιμήσουν. Παρ’ όλα αυτά, οι μητέρες μπορεί να είναι ελλιπείς ή μη διαθέσιμες ανάλογα με την ηλικία τους κατά την κρίσιμη πρώιμη περίοδο της κοινωνικής ανάπτυξης.
Τα κοινωνικά αποστερημένα βρέφη μπορεί να αναπτύξουν ένα αίσθημα απελπισίας και προοδευτικά να απέχουν από κάθε προσπάθεια ελέγχου του περιβάλλοντος. Συνδυάζοντας αυτή τη συνθήκη, η αμφιλεγόμενη υπόθεση της κρίσιμης περιόδου υποστηρίζει ότι το παιδί, το οποίο δεν λαμβάνει τα κατάλληλα είδη διέγερσης εντός της αρχικής περιόδου των 3 ετών, θα παραμείνει για πάντα ελλιπές, ανεξαρτήτως των εμπειριών ή της κατάρτισης που μπορεί να λάβει αργότερα.
Από την άλλη πλευρά, σε καταστάσεις όπου η αλληλεπίδραση είναι πιο ικανοποιητική, ένα παιδί το οποίο έχει μια δυνατή ανάγκη για φροντίδα και ένα υψηλό κίνητρο για εξάρτηση, μπορεί να δουλέψει πολύ σκληρά για να μάθει ποικίλες δεξιότητες με σκοπό να αποκτήσει τη φροντίδα και τον έπαινο του ενήλικα.
Με βάση πιο δύσκολα σενάρια, τα παιδιά που μεγάλωσαν σε ιδρύματα, τα οποία δεν μπόρεσαν να αναπτύξουν ισχυρό ή στοργικό προσωπικό δεσμό, παραμένουν συναισθηματικά «παγωμένα» και απομονωμένα, ικανά μόνο για σύναψη επιφανειακών διαπροσωπικών σχέσεων.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, κοινωνικά επαρκή θεωρούνται τα παιδιά εκείνα που έχουν εκτεθεί πρώιμα σε κάποιο κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο ανταποκρίνονταν στις ανάγκες τους, στις επιθυμίες και στις δράσεις τους. Τα παιδιά απαιτούν συνεχή έκθεση σε πολλά είδη νέας αισθητηριακής διέγερσης και εμπειρίας προκειμένου να ανταποκριθούν στο περιβάλλον και να εξελιχθούν σε υγιείς ανθρώπους.
Οι μακροχρόνιες επιπτώσεις της παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης είναι εκτεταμένες. Εκείνοι που «επιβιώνουν», βασανίζονται από προβλήματα ψυχικής φύσης και χαρακτηρίζονται από ευαλωτότητα ως προς την εκμετάλλευση και την εγκληματική συμπεριφορά.
Δυστυχώς, η συντριπτική πλειοψηφία των ενήλικων που στερήθηκαν τη μητρική φιγούρα και αναζητούν θεραπεία, παρουσιάζουν σημάδια σχεσιακού τραύματος και παρουσιάζονται ως άτομα με αναπτυξιακές καταστροφές, εξαρτήσεις, διαταραχές της διάθεσης και πολύπλοκα τραύματα.
Δεδομένου ότι η προαναφερθείσα βασική απουσία της αγάπης είναι υπεύθυνη για τέτοιου είδους αποτελέσματα, προκύπτει ότι η φροντίδα και η ανθρωπιστική θεραπευτική προσέγγιση που προωθεί την προσκόλληση και την εμπιστοσύνη, είναι ζωτικής σημασίας για τη διαδικασία της ανάκαμψης.
Πηγή: psychcentral.com
Το διαβάσαμε στο psychologynow.gr