Από τότε που γεννήθηκε το παιδί, προσπαθείς να του δίνεις τον καλύτερό σου εαυτό.
Το φροντίζεις το παιδί σου, δεν το μαλώνεις, το ακούς, μιλάτε πολύ, τόσο πολύ που δεν μίλησες ποτέ μαζεμένα στα τόσα χρόνια σου.
Όμως πάντα ήσουν κλειστή, και δε γέλαγες πολύ. Και το πιο δύσκολο κομμάτι για σένα στο μεγάλωμα του παιδιού σου, είναι τα γέλια.
Βλέπεις μανάδες γύρω σου να γελάνε αβίαστα μαζί με τα παιδιά τους, κι εσύ τις κοιτάς μ’ ένα χαμόγελο μελαγχολικό, αφού μέχρι εκεί μόνο μπορείς να φτάσεις.
Όμως του λες τραγούδια, του διαβάζεις παραμύθια, κάνετε ωραίες βόλτες στο πάρκο, ανταλλάζετε αγκαλιές και φιλιά τρυφερά.
Αλλά όταν το παιδί ξεκινάει να γελάει, τότε φοράς το πιο καλό σου χαμόγελο, αλλά δεν μπορείς να πας παραπέρα. Κάτι σε κρατάει πίσω: ίσως φταίει που δε θυμάσαι να έπαιζες μικρή, φταίει ίσως και που δεν άκουσες ποτέ το γέλιο των γονιών σου.
Και το παιδί σου που θέλει να γελάσει, μαζεύεται. Κι εκεί που ξεκινά, σταματάει, γιατί τί αξία έχει να γελάει χωρίς τη μάνα του. Χαμογελά κι αυτό αμήχανα, και συνεχίζει να παίζει σκυμμένο στα παιχνίδια του.
Δεν το άφησες έτσι το θέμα του γέλιου. Έκανες πρόβες στον καθρέφτη, γελοίους μορφασμούς, σκεφτόσουν τα πιο αστεία στιγμιότυπα της ζωής σου, είδες αμέτρητα χιουμοριστικά βιντεάκια στο Youtube.
Αλλά τίποτα απ’ αυτά δε σ’ έκανε να γελάσεις.
Ώσπου ένα πρωί, το παιδί ξύπνησε με το πρόσωπό του πρησμένο από τσιμπήματα κουνουπιού. Πρώτη φορά τρόμαξες τόσο πολύ. Δεν μπορούσε ούτε τα μάτια του να ανοίξει, και τα χαρακτηριστικά του είχαν αλλοιωθεί. Ξυνόταν παντού, κι ήταν πολύ ανήσυχο.
Κι εσύ προβληματισμένη κι αγχωμένη, όσο ποτέ ξανά.
Του έβαλες μια δυνατή αλοιφή, που όμως δεν έπρεπε επουδενί να την αγγίξει, για να επιδράσει αποτελεσματικά.
Αλλά το παιδί ξυνόταν, ξυνόταν πολύ.
Έπρεπε άμεσα να βρεις έναν τρόπο να το κάνεις να ξεχαστεί.
Τότε το αρπάζεις χωρίς δεύτερη σκέψη, κι αρχίζεις να το πετάς ψηλά, έτσι όπως κάνουν στις ταινίες.
Το παιδί άρχισε να ξεκαρδίζεται στα γέλια, σε κάτι γέλια χωρίς σταματημό.
Μετά αρχίσατε να χοροπηδάτε γύρω-γύρω στο σαλόνι, και στα μαξιλάρια, και πάνω στους καναπέδες, και μετά και στο κρεβάτι.
Δεν κατάλαβες πως πέρασε η ώρα. Μετά από λίγο, εξουθενωμένοι κι οι δυό, βρεθήκατε ξαπλωμένοι φαρδιά-πλατιά στο πάτωμα.
Πρώτη φορά έπαιξες έτσι με το παιδί, πρώτη φορά ένιωσες πως είναι να είσαι παιδί.
Και ξαφνικά άρχισες να γελάς. Ήταν ένα μικρό γελάκι στην αρχή, μπλεγμένο με λαχάνιασμα, και μετά ένα γέλιο δυνατό, κελαρυστό, σαν το πιο όμορφο τραγούδι. Το παιδί σε κοίταζε περίεργα: μετά άρχισε κι αυτό να γελάει μαζί σου με τα λαμπερά πρησμένα του μάτια, χαρίζοντάς σου την πιο μεγάλη του αγκαλιά.
Από ‘κείνο το πρωινό, δε σταμάτησες να γελάς.
Κι έτσι έγινες ο πρώτος άνθρωπος στη γη, που λατρεύει τα κουνούπια.
Πηγή :medium.com