Αντιδράσεις όπως η οργή, οι ματαιώσεις, τα ξεσπάσματα και οι κρίσεις θυμού δεν έχουν, δυστυχώς, και την καλύτερη φήμη. Ως γονείς ανησυχούμε με αυτές τις συμπεριφορές, συχνά επειδή τις θεωρούμε «λανθασμένες» αλλά και επειδή πιθανόν να τις νιώθουμε ως γονεϊκή μας αποτυχία. Νιώθουμε, δηλαδή, πως εμείς έχουμε κάνει κάτι λάθος και επιλέγει το παιδί μας να εκδηλώνεται με αυτόν τον «ανάρμοστο τρόπο».
Οι κλεφτές επικριτικές ματιές του περίγυρου εντείνουν ακόμη περισσότερο τις ανασφαλείς αυτές σκέψεις μας. Διαβάζουμε βιβλία που μας υπόσχονται λύσεις και προσπαθούμε να καταστείλουμε την αρνητική συμπεριφορά των παιδιών μας μέσα από διάφορες τεχνικές, χρησιμοποιώντας τη λογική και τις συνέπειες. Αλλά ένα παιδί την κρίσιμη στιγμή της έκρηξής του, όχι μόνο δεν είναι «ανοιχτό» σε λογική συζήτηση, αλλά είναι πολύ πιθανό να μη μας ακούει καν! Γιατί; Επειδή ο παιδικός εγκέφαλος, κατά τη διάρκεια ενός ξεσπάσματος, βρίσκεται υπό τον έλεγχο ενός «κόκκινου μονοπατιού» -ας μου επιτραπεί ο όρος χάριν εικονοποίησης. Ας φανταστούμε, λοιπόν, ένα τέτοιο «κόκκινο μονοπάτι» ώστε να καταλάβουμε πως όσα λέει ή κάνει ένα παιδί τη δεδομένη στιγμή, ελάχιστα πηγάζουν από τον λογικό του νου… πηγάζουν από κάτι πιο πρωτογενές: ένα έμφυτο ένστικτο επιβίωσης.
Μελετώντας σε βάθος τη φυσιολογία του εγκεφάλου και τη λειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος, κατάφερα να προσεγγίσω από άλλη οπτική τις προκλητικές αυτές συμπεριφορές. Και όσο μελετώ την εξέλιξή του, τόσο περισσότερο εκτιμώ τους θυμούς και τις ματαιώσεις των παιδιών μου, αφού ο ουσιαστικός λόγος της ύπαρξής τους είναι η αυτό-προστασία των παιδιών. Σύμφωνα με τον κορυφαίο νευροεπιστήμονα Dr. Stephen Porges, οι άνθρωποι γεννιόμαστε με ένα εξαιρετικό λογισμικό «ανίχνευσης κινδύνου» μέσα στο μυαλό και στο σώμα μας. Αυτό μας έχει βοηθήσει να επιβιώσουμε εκατομμύρια χρόνια. Φανταστείτε ότι είναι ο προσωπικός μας security που μας κρατάει ασφαλείς μέρα και νύχτα.
Όταν ένα μωρό νιώθει πως κάτι δεν πάει καλά, το «σύστημα ανίχνευσης κινδύνου» ενεργοποιείται αυτόματα. Τότε το μωρό αρχίζει να κλαίει ή να φωνάζει ή μπορεί απλά να σιωπήσει και να ακινητοποιηθεί αν ανιχνεύσει έναν πολύ μεγάλο κίνδυνο! Αυτές οι συμπεριφορές του μωρού είναι έκκληση σε αυτόν που το φροντίζει ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες του, να το ταΐσουν, να το χαλαρώσουν, να το κοιμίσουν… Χωρίς την ικανότητα να επικοινωνεί τις ανάγκες του, θα του ήταν πολύ δύσκολο να επιβιώσει.
Καθώς ένα νήπιο μεταβαίνει στη παιδική ηλικία και αργότερα στην εφηβεία, το προσωπικό του «σύστημα ανίχνευσης κινδύνου» αλλά και ο προσωπικός του security, παραμένουν άγρυπνοι και αποτελεσματικοί. Όταν ένα παιδί νιώσει απειλή, το ήρεμο και εξερευνητικό «πράσινο μονοπάτι» του μυαλού του (γνωστό ως σύστημα κοινωνικοποίησης) μετατρέπεται στο «κόκκινο μονοπάτι» που είναι σχεδιασμένο για την ασφάλειά του. Το αποτέλεσμα: προκλητικές συμπεριφορές, ξεσπάσματα, κρίσεις θυμού ακόμα και επιθετικότητα. Όταν νιώσει, λοιπόν, τον κίνδυνο, το μυαλό και το σώμα του ανταποκρίνονται ως εξής: «είτε αγωνίζεσαι είτε το σκας». Για να προστατευτεί, λοιπόν, θα πρέπει ή να αγωνιστεί ή να το βάλει στα πόδια.
Κάποιες φορές το μυαλό και το σώμα ενός παιδιού μπορεί να καταγράφει απειλές αόρατες για τον γονέα. Ένα παιδί μπορεί να καταρρεύσει μέσα στο σούπερ μάρκετ επειδή είναι κουρασμένο και δεν έχει άλλες σωματικές αντοχές. Ένα άλλο παιδί ίσως βίωσε έναν απότομο αποχωρισμό που του προκάλεσε άγχος όταν έφτασε στο σχολείο του κι έτσι αργότερα κλώτσησε έναν συμμαθητή του. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως κάτι δεν πάει καλά με το συγκεκριμένο παιδί. Απλά σημαίνει πως η συναισθηματική του ανθεκτικότητα είναι ευάλωτη τη συγκεκριμένη στιγμή ή αναπτύσσεται.
Η κούραση, το άγχος, το αίσθημα ανασφάλειας και αδιαθεσίας ή οποιαδήποτε από τις εκατομμύρια αόρατες αφορμές, μπορεί να οδηγήσει το παιδί στο «κόκκινο μονοπάτι» του μυαλού του και σε εκρηκτικές συμπεριφορές. Όταν αυτό συμβαίνει, είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως δεν επιλέγει το παιδί τη συμπεριφορά του, αλλά την επιλέγει γι’ αυτό το αυτόνομο νευρικό του σύστημα. Δηλαδή, μία κρίση θυμού σπάνια είναι μία συνειδητή επιλογή.
Αν ο τρόπος διαχείρισης της απειλής από το παιδί δεν ήταν η επιλογή «αγωνίσου ή φύγε», τότε θα υπήρχε μόνο μία εναλλακτική: να ακινητοποιηθεί κ να καταρρεύσει. Είναι, όμως, σημαντικό να θυμόμαστε πως ένα παιδί που ακινητοποιείται ή καταρρέει μπροστά στον κίνδυνο, χρειάζεται άμεση παρέμβαση ειδικού καθώς το αυτόνομο νευρικό του σύστημα υποφέρει.
Εν κατακλείδι, οι κρίσεις θυμού, τα ξεσπάσματα και οι ματαιώσεις δεν είναι ύπουλες και χειριστικές συμπεριφορές. Γι’ αυτόν τον λόγο, είναι υψίστης σημασίας να μην τιμωρούνται και να μην έχουν αρνητικές συνέπειες. Η επίπληξη, η συνέπεια ή η τιμωρία, προκαλεί μεγάλη αναστάτωση και δυσφορία στο νευρικό σύστημα του παιδιού μας.
Δεν είναι, όμως, και κάτι που θα πρέπει να αγνοήσουμε επειδή είναι φυσιολογικό. Αντιθέτως, χρειάζεται να είμαστε παρόντες και να στηρίζουμε τα παιδιά μας έμπρακτα. Πώς; Χρειάζεται να καθησυχάσουμε το παιδί μας, να το διαβεβαιώσουμε ότι είμαστε δίπλα του με αγάπη και αποδοχή… να σιγουρευτεί πως δεν κινδυνεύει. Εμείς είμαστε οι φάροι που του δείχνουμε τον δρόμο. Χρειάζεται, λοιπόν, να εκτιμήσουμε τις εκρηκτικές συμπεριφορές γι’ αυτό ακριβώς που είναι: ένα μήνυμα, ένα σήμα πως το παιδί μας χρειάζεται κάτι από εμάς ή από το περιβάλλον του.
Με πληροφορίες από το monadelahooke.com