Οι παππούδες μας δεν έφυγαν ποτέ

happy-anniversary

Όσα χρόνια και να περάσουν πάντα θα σε θυμάμαι. Κοτσανάτος ήσουν για την ηλικία σου και πιο παιδί από παιδί, όπως έλεγε η γιαγιά. Ένας παππούς, παιδί. Ο καλύτερος φίλος και ο καλύτερος σύμμαχος σε ό,τι βάζει ο νους σου. «Έλα να πειράξουμε τη γιαγιά» μου ψιθύριζες σκανταλιάρικα και με σκουντούσες για να γίνουμε συνένοχοι στο έγκλημα.

Όλοι οι παππούδες θυμίζουν κάτι δικό σου. Είναι εκείνοι που τα χειμωνιάτικα βράδια που μένεις σπίτι τους, θα σου φέρουν μια έξτρα κουβέρτα και δυο λιχουδιές και θα σε κάνουν να κρέμεσαι απ’ τα χείλη τους με τις ιστορίες που έχουν να πουν. Πόσα να έχουν δει αυτά τα μάτια!

Θα σου πουν από ιστορίες πολέμου, μέχρι ζαβολιές και το πώς γνώρισαν τη γιαγιά σου. Και ξαφνικά μεταφέρεσαι σε μιαν άλλη εποχή και παρελαύνουν μπροστά στα μάτια σου άνθρωποι που δε γνώρισες ποτέ, χαζεύεις αλάνες που τρέχουν σχολιαρόπαιδα και βλέπεις τον παππού σου νέο, χωρίς ίχνος ρυτίδας ή κούρασης, αλλά το ίδιο παιδί.

Είναι αυτός που θα σε μάθει χαρτιά και μετά θα χαίρεται πιο πολύ από σένα, όταν τον κερδίζεις. Θα κάνει τάχα τον πειραγμένο, αλλά τα μάτια του θα γυαλίζουν κρυφά από περηφάνια. Θα σε μάθει να ποντάρεις με στραγάλια, φουντούκια, αμύγδαλα κι όποιο άλλο ξηροκάρπι θες και πάντα όταν τελειώνουν οι δικοί σου «πόντοι», θα σε εφοδιάζει κρυφά ή φανερά με τους δικούς τους. Πού και πού θα κάνετε κι ένα διάλειμμα να χλαπακιάζετε τους πόντους μαζί κι ας φωνάζει η γιαγιά πού πήγε όλο το σακουλάκι με τ’ αμύγδαλα.

Θα σου βάζει πάντα στην τσέπη έξτρα χαρτζιλίκι τόσο κρυφά, που θα αναρωτιέσαι αν έκανε κάποτε μυστικές συναλλαγές για τη μαφία. Κι όταν δήθεν παραπονιέσαι, σου κλείνει το μάτι και σου λέει «για να πιεις έναν καφέ ρε παιδί μου», κι ας φτάνουν τα λεφτά για λουκούλλειο γεύμα κι όχι μόνο. Θα φωνάζουν οι γονείς πως «το κακομαθαίνεις το παιδί», αλλά δεν τον νοιάζει ιδιαίτερα, είναι το δικό σας μυστικό και οι άλλοι ας λένε ό,τι θέλουν.

Είναι αυτός που θα σου μάθει να τρως φέτα μαζί με το καρπούζι το καλοκαίρι και μετά θα σε κοροϊδεύει που δεν ήξερες πριν από κείνον. «Έλα να σου δείξω πώς τρώνε», σου λέει κι εσύ αναρωτιέσαι τι κάνεις λάθος τόσο καιρό. Κι από την ώρα που στο μαθαίνει, τα απογεύματά σου είναι πια προκαθορισμένα και μετά τη μεσημεριανή θάλασσα έχετε ραντεβού στο μπαλκόνι του για καρπούζι με φέτα ή χωρίς.

Σου βάζει πάντα τη μεγαλύτερη μερίδα παγωτό και είναι πολύ πιθανό η αγαπημένη σου γεύση να είναι και δική του. Σου μαθαίνει πώς να κάνεις «βατραχάκια» στη θάλασσα πετώντας βοτσαλάκια και είναι αυτός που σου έμαθε να κάνεις ποδήλατο, χωρίς βοηθητικές. Πάντα σε υποστήριζε όταν ήθελες λίγη παραπάνω ώρα για παιχνίδι στη θάλασσα, κι ας φώναζε η μάνα σου ότι το φαγητό θα κρυώσει, ότι βράδιασε πια, ότι αύριο δε θα ξυπνάς. «Ασ’ το το παιδί να παίξει!» λέει με στόμφο και την ίδια ώρα ελπίζει να μπορούσε να κατέβει κι αυτός στην αλάνα, όπως παλιά.

Είναι εκείνος που όσα χρόνια κι αν περάσουν θα μείνει χαραγμένος ανεξίτηλα στη μνήμη σου και θα ζει μέσα από τις γνώσεις που σου έδωσε. Δεν είναι μόνο τα υλικά που σου χάρισε. Είναι που σου έμαθε να είσαι σύμμαχος, φίλος και προστάτης. Στη σκέψη του θα σου έρχεται πάντα μια μυρωδιά από καρπούζι κι ένα μικρό βούρκωμα, κι αυτά είναι που σου δείχνουν πως ουσιαστικά δε θα φύγει ποτέ.

Πηγή:pillowfights.gr