Οικονομικά οφέλη από αύξηση θηλασμού. Πανεπιστήμιο Brunel Αγγλίας

breastfeeding_237

Επιστήμονες του Health Economics Research Group του Πανεπιστημίου Brunel της Αγγλίας θέλησαν να εξετάσουν την οικονομική επίδραση στο εθνικό σύστημα υγείας της Βρετανίας από πιθανή αύξηση των ποσοστών μητρικού θηλασμού.

Οι ερευνητές εστίασαν μόνο σε πέντε καταστάσεις υγείας, όπου η σύνδεση με τον μητρικό θηλασμό είναι πιο ισχυρή: λοιμώξεις του γαστρεντερικού, λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού, οξεία μέση ωτίτιδα σε βρέφη, νεκρωτική εντεροκολίτιδα σε πρόωρα και καρκίνος του μαστού στις γυναίκες.

Εκτίμησαν ότι μόνο για τις τέσσερις οξείες καταστάσεις που αφορούν τα παιδιά, το κόστος θεραπείας τους κάθε χρόνο στη Βρετανία είναι 89 εκατομμύρια λίρες. Το κόστος θεραπείας καρκίνου μαστού στις μητέρες για την χρονιά 2009-2010 εκτιμήθηκε στα 959 εκατομμύρια λίρες.
Διαπίστωσαν ότι εάν οι μητέρες που θήλαζαν αποκλειστικά στη μία εβδομάδα μετά την γέννηση υποστηρίζονταν να συνεχίζουν να θηλάζουν – έστω μη αποκλειστικά – στους 4 μήνες μετά τη γέννα, θα υπήρχε εξοικονόμηση τουλάχιστον 11 εκατομμυρίων λιρών το έτος για το NHS. Εκτίμησαν επίσης ότι, εάν ο αριθμός των μητέρων που θηλάζουν 7-18 μήνες κατά την διάρκεια της ζωής τους διπλασιαζόταν, θα υπήρχε σημαντική μείωση της συχνότητας καρκίνου μαστού στις γυναίκες και θα υπήρχε εξοικονόμηση τουλάχιστον 31 εκατομμυρίων λιρών για το NHS κάθε χρόνο.

Οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι η οικονομική επίπτωση των χαμηλών ποσοστών μητρικού θηλασμού είναι σημαντική. Η επένδυση σε υπηρεσίες που υποστηρίζουν τις γυναίκες να επιτύχουν τους στόχους τους για τον θηλασμό των παιδιών τους μπορεί να εξοικονομήσει σημαντικά χρήματα για το σύστημα υγείας και για την πολιτεία.

Σχολιασμός: Είναι η πρώτη φορά που με σοβαρό τρόπο επιχειρείται σε χώρα της Ευρώπης να εκτιμηθεί το οικονομικό κόστος του μη θηλασμού. Αντίστοιχες μελέτες σε ΗΠΑ και Αυστραλία έχουν προηγηθεί αποδεικνύοντας σημαντική επιβάρυνση τω συστημάτων υγείας και του πορτοφολιού των γονιών από τα χαμηλά ποσοστά μητρικού θηλασμού.
Η έρευνα αυτή πιθανότατα σοβαρά υποεκτιμά το μέγεθος της αρνητικής επίπτωσης στην οικονομία. Τα αποτελέσματα θα ήταν πολύ μεγαλύτερα εάν:
– Η αύξηση των ποσοστών θηλασμού γινόταν πολύ μεγαλύτερη – η σύγκριση γινόταν ως στόχος με τις συστάσεις του ΠΟΥ, πχ 80-90% των γυναικών να θήλαζαν αποκλειστικά για 6 μήνες και να συνέχιζαν να θηλάζουν για τουλάχιστον 2 χρόνια.
– Λαμβάνονταν υπόψη πολλά άλλα νοσήματα όπου ο θηλασμός είναι προστατευτικός παράγοντας, μια τεράστια γκάμα καταστάσεων που αφορούν στην άμεση και μακροχρόνια σωματική και ψυχική υγεία παιδιών και μητέρων.
– Γινόταν εκτίμηση όχι μόνο για το κόστος από την πλευρά του συστήματος υγείας, αλλά και το κόστος αυτών των νοσημάτων για το πορτοφόλι των γονιών και των οικογενειών. Ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η ιδιωτική υγεία κυριαρχεί και οι περισσότερες οικογένειες αναγκάζονται να πληρώσουν από την τσέπη τους για το κόστος υγείας τους.

Ακόμα και έτσι όμως, τα νούμερα είναι ενδεικτικά: τουλάχιστον 60-70 εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο, αν το ανάγουμε αυθαίρετα στα ελληνικά δεδομένα, θα εξοικονομούσε η δική μας πολιτεία αν τα ποσοστά θηλασμού ήταν έστω και λίγο πιο αυξημένα.

Πηγή: Pokhrel et al (2014). Potential economic impacts from improving breastfeeding rates in the UK. Archives of Disease in Childhood doi:10.1136/archdischild-2014-306701

Μετάφραση/ Σχολιασμός: ΣΠαπαβέντσης –  pediatros-thes.gr