Οι περισσότεροι από εμάς δεν θυμόμαστε τα πρώτα δύο-τρία χρόνια της ζωής μας – αυτές οι πρώτες εμπειρίες όμως είναι πιθανό να παραμένουν μαζί μας για καιρό και να συνεχίζουν να μας επηρεάζουν ακόμη και στην ενήλικη ζωή μας.
Το πώς και το πόσο ακριβώς μας επηρεάζουν αποτελούν ερωτήματα για τα οποία οι επιστήμονες ακόμη αναζητούν απαντήσεις. Δύο πρόσφατες έρευνες εξετάζουν πώς η συμπεριφορά των γονιών κατά τα πρώτα έτη της ζωής των παιδιών τους επηρεάζουν τη ζωή τους ύστερα από δεκαετίες και πώς οι διαφορές στην ιδιοσυγκρασία του παιδιού παίζουν ρόλο.
Η πρώτη έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στο Child Development, αποκάλυψε πως το είδος της συναισθηματικής στήριξης που προσφέρεται στο παιδί κατά τα πρώτα τρεισήμισι χρόνια της ζωής του επηρεάζουν τη μόρφωσή του, την κοινωνική του ζωή και τα αισθηματικά του ακόμη και 20 ή και 30 χρόνια αργότερα.
Τα μωρά και τα νήπια που μεγαλώνουν σε ένα προστατευτικό και υποστηρικτικό περιβάλλον τείνουν να έχουν καλύτερα αποτελέσματα αργότερα σε τυποποιημένα τεστ και είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν καλύτερους βαθμούς ως ενήλικες. Έχουν επίσης μεγαλύτερες πιθανότητες να τα πηγαίνουν καλύτερα με τους συνομηλίκους τους και να αισθάνονται ικανοποιημένοι με τις αισθηματικές τους σχέσεις.
«Φαίνεται πως, τουλάχιστον στα πρώτα αυτά χρόνια, ο ρόλος του γονιού είναι να επικοινωνήσει με το παιδί και να του μεταφέρει πως «Είμαι εδώ για σένα όποτε δεν είσαι καλά, όποτε με χρειαστείς. Κι όταν δε με χρειάζεσαι, εγώ θα σε υποστηρίζω», αναφέρει ο Lee Raby, ψυχολόγος και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Delaware, ο οποίος ηγήθηκε της μελέτης.
Ο Raby χρησιμοποίησε δεδομένα που συγκεντρώθηκαν από 243 άτομα, τα οποία συμμετείχαν στη Διαχρονική Μελέτη σχετικά με τους Κινδύνους στην Παιδική Ανάπτυξη στη Μινεσότα. Όλοι οι συμμετέχοντες παρακολουθούνταν από τη στιγμή της γέννησής τους ως και την ηλικία των 32 ετών. «Οι ερευνητές επισκέπτονταν τα σπίτια αυτών των παιδιών. Άλλες φορές τα παιδιά και οι γονείς τους επισκέπτονταν το πανεπιστήμιο και εκείνοι παρακολουθούσαν τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούσαν», αναφέρει ο Raby.
Φυσικά, η γονεϊκή συμπεριφορά κατά τα πρώτα έτη αποτελεί μόλις έναν από τους παράγοντες που επηρεάζουν το παιδί και δεν είναι απαραίτητο πως παράγει τα οφέλη που διαπιστώθηκαν στην έρευνα. Στη συγκέντρωση των αποτελεσμάτων τους, οι ερευνητές συνυπολόγισαν την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των συμμετεχόντων και το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσαν.
Στο τέλος ανακάλυψαν πως περίπου 10% των ακαδημαϊκών επιδόσεων συσχετιζόταν με την ποιότητα ζωής που είχαν τα παιδιά αυτά στην ηλικία των τριών ετών. Οι μετέπειτα εμπειρίες, οι γενετικοί παράγοντες και η τύχη αναλογούν στο υπόλοιπο 90%, λέει ο Raby.
Η ψυχοσύνθεση του παιδιού είναι επίσης ένας παράγοντας.
Μία δεύτερη έρευνα, η οποία επίσης δημοσιεύτηκε στο Child Development, διαπίστωσε ότι οι πρώτες εμπειρίες των παιδιών μπορούν να λειτουργήσουν ως προγνωστικός δείκτης για το αν τα παιδιά αυτά θα εμφανίσουν ως έφηβοι διαταραχή κοινωνικού άγχους – μονάχα για εκείνα όμως που ως μωρά ήταν ιδιαιτέρως ευαίσθητα και δύσπιστα.
Για την έρευνα αυτή, οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Maryland παρακολούθησαν τον τρόπο με τον οποίο 165 μωρά αλληλεπιδρούσαν με τους γονείς τους. Όταν αποχωρίζονταν τους γονείς τους, ορισμένα από αυτά αναστατώνονταν αλλά ηρεμούσαν και πάλι μόλις τους ξαναέβλεπαν. Άλλα μωρά δυσκολεύονταν περισσότερο να εμπιστευτούν τους γονείς τους μετά από έναν σύντομο αποχωρισμό και δεν μπορούσαν να ηρεμήσουν αφού αντάμωναν και πάλι.
Τα υπερευαίσθητα αυτά μωρά είχαν περισσότερες πιθανότητες να δηλώσουν πως ένιωθαν άγχος στις κοινωνικές τους συναναστροφές και στα πάρτι που πήγαιναν ως έφηβοι.
Και τι σημαίνουν όλα αυτά; Από τη μία, είναι ένδειξη πως η ανάπτυξη του ανθρώπου είναι πολύπλοκη, σύμφωνα με τον Jay Belsky, καθηγητή ανθρώπινης ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Davis της California, ο οποίος δε συμμετείχε σε καμία από τις δύο έρευνες.
Γνωρίζουμε πως οι πρώτες εμπειρίες μας είναι πιθανό να μας επηρεάζουν όλους ως ένα βαθμό, αναφέρει ο Belsky. Γνωρίζουμε επίσης ότι, λόγω μεταβολών στην ψυχοσύνθεσή μας, ορισμένοι από εμάς είμαστε πιο ευαίσθητοι σε περιβαλλοντικούς παράγοντες από ό,τι κάποιοι άλλοι.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεπεράσουν τις άσχημες εμπειρίες της παιδικής τους ηλικίας. «Ορισμένους τους βοηθά η ψυχοθεραπεία ή κάποια φαρμακευτική αγωγή», λέει ο Belsky. «Έχει ενδιαφέρον αυτό, επειδή υπάρχουν πλέον και άλλα στοιχεία που υποστηρίζουν ότι τα παιδιά που υποφέρουν λόγω άσχημες συνθηκών είναι τα ίδια παιδιά που διαπρέπουν υπό καλές συνθήκες».
πηγή: npr.org
Το διαβάσαμε στο eimaimama.gr