Καρκίνος μαστού: Ο «προστατευτικός» ρόλος της υψηλής χοληστερόλης
Οι γυναίκες με υψηλή χοληστερόλη έχουν σημαντικά λιγότερες πιθανότητες να αναπύξουν καρκίνο του μαστού και να πεθάνουν από αυτόν, σύμφωνα με βρετανική μελέτη που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας (ESC), στη Βαρκελώνη.
Οι επιστήμονες από ένα συνολικό δείγμα 1.220.024 ασθενών, έθεσαν υπό ιατρική παρακολούθηση 16.043 γυναίκες, 40 ετών και άνω, με και χωρίς διάγνωση υπερχοληστερολαιμίας και συνέκριναν την εκδήλωση καρκίνου του μαστού και της επακόλουθης θνησιμότητας στις δυο ομάδες.
Οι γυναίκες με υψηλή χοληστερόλη είχαν 45% λιγότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν καρκίνο του μαστού, συγκριτικά με εκείνες χωρίς υψηλή χοληστερόλη. Μετά τη συνεκτίμηση παραγόντων που επηρεάζουν τη θνησιμότητα, όπως η ηλικία, το φύλο, η εθνικότητα και οι δέκα συχνότερες αιτίες θανάτου στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ασθενείς που εκδήλωσαν καρκίνο του μαστού είχαν 40% λιγότερες πιθανότητες να πεθάνουν, αν είχαν υψηλή χοληστερόλη.
«Και παλαιότερα έχει εντοπιστεί σχέση ανάμεσα στην υψηλή χοληστερόλη και τον καρκίνο του μαστού, γι’ αυτό και σχεδιάσαμε τη μελέτη μας ώστε να θέσουμε υπό ιατρική παρακολούθηση σε βάθος χρόνου ασθενείς. Και καταφέραμε να τεκμηριώσουμε την προστατευτική επίδραση των στατινών», εξήγησε ο Δρ Ραουλ Ποτλουρι, συγγραφέας της έρευνας και μέλος της Ιατρικής Σχολής «Aston» στο Μπέρμιγκχαμ της Μ. Βρετανίας.
«Αν η διάγνωση της υπερχοληστερολαιμίας συντελεί σε χαμηλότερα ποσοστά καρκίνου του μαστού, αυτό είτε σχετίζεται με κάτι εγγενές της πάθησης, είτε με τους ασθενείς ή το πιθανότερο είναι με τη θεραπεία για την διαχείριση της πάθησης, όπως οι στατίνες», ανέφερε ο Δρ Ποτλουρι.
Ο άλλος συγγραφέας της μελέτης Δρ Πολ Καρτερ, συμπλήρωσε πως «οι στατίνες έχουν από τα καλύτερα στοιχεία για τη θνησιμότητα από τα καρδιαγγειακά φάρμακα και η χρήση τους σε ασθενείς με διάγνωση υπερχοληστερολαιμίας είναι πιθανόν ο λόγος που η συγκεκριμένη διάγνωση έχει προστατευτική δράση έναντι του καρκίνου του μαστού και της επακόλουθης θνησιμότητας».
Πηγή: onmed.gr