Κάποιο πρόβλημα συγγενούς καρδιοπάθειας που είναι από τα πλέον δύσκολα να αντιμετωπιστούν εμφανίζουν πέντε έως οκτώ νεογνά στα 1.000. Είναι σημαντικό, λοιπόν, να αναγνωριστούν έγκαιρα τα τυχόν συμπτώματα, ενώ καθοριστικός είναι και ο πλήρης προγεννητικός έλεγχος.
Στη διαγνωστική προσέγγιση εκτός από το ιστορικό και την κλινική εξέταση περιλαμβάνονται το ηλεκτροκαρδιογράφημα και η ακτινογραφία θώρακος.
Η καρδούλα του βρέφους είναι μια πολύπλοκη ηλεκτρομηχανική αντλία με 4 κοιλότητες, που προωθεί το αίμα στα διάφορα όργανα του σώματος 160.000 φορές την ημέρα. Οποιαδήποτε παθολογική κατάσταση παρεμποδίζει την ομαλή λειτουργία της χαρακτηρίζεται ως καρδιοπάθεια. Οι καρδιοπάθειες στα βρέφη διακρίνονται σε συγγενείς και επίκτητες.
Οι συγγενείς και οι επίκτητες καρδιοπάθειες συγκαταλέγονται στα συχνότερα χρόνια νοσήματα της παιδικής ηλικίας. Οι συγγενείς καρδιοπάθειες προκαλούνται από διαταραχές της ενδομήτριας ανάπτυξης της καρδιάς και των μεγάλων αγγείων της και η συχνότητά τους είναι 5 – 8 περιστατικά ανά 1.000 γεννήσεις.
Ο χρόνος εμφάνισης και η σοβαρότητά τους ποικίλλουν. Συγκεκριμένα, μπορεί να εκδηλωθούν αμέσως μετά τη γέννηση του μωρού ή και να παραμείνουν απαρατήρητες επί έτη. Έχει διαπιστωθεί ότι 2 – 3 από τα 1.000 νεογνά με συγγενή καρδιοπάθεια θα εμφανίσουν κλινικά συμπτώματα στο πρώτο έτος της ζωής τους, ενώ η διάγνωσή της επιβεβαιώνεται στο 40% – 50% την πρώτη εβδομάδα της ζωής τους και στο 50% – 60% στον πρώτο μήνα.
Στις συγγενείς καρδιοπάθειες του βρέφους μπορούν να συμπεριληφθούν και οι διάφοροι τύποι μυοκαρδιοπαθειών, καθώς και ορισμένες μορφές αρρυθμιών. Οι τελευταίες αποτελούν συνήθως συνοδό κλινικό εύρημα των άλλων συγγενών ανατομικών ανωμαλιών της καρδιάς ή εμφανίζονται ως επιπλοκή της χειρουργικής διόρθωσής τους.
Οι επίκτητες καρδιοπάθειες είναι σπάνιες στη βρεφική ηλικία. Σε αυτές ανήκουν η ενδοκαρδίτιδα, η μυοκαρδίτιδα, η νόσος Kawasaki, η περικαρδίτιδα και η επίκτητη αρρυθμία. Για τη διάγνωση των καρδιοπαθειών στα βρέφη σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν:
1. Το ολοκληρωμένο ιστορικό.
2. Η λεπτομερής κλινική εξέταση.
3. Η ενδεχόμενη παρουσία ορισμένων κλινικοεργαστηριακών ευρημάτων.
Το ιστορικό
Το ιστορικό περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη άλλων παιδιών ή ατόμων στην οικογένεια με καρδιοπάθειες ή επεισοδίων αιφνίδιου θανάτου ή θανάτου σε μικρή ηλικία και όσον αφορά στην εγκυμοσύνη εάν αναφέρεται νόσηση της μητέρας από σακχαρώδη διαβήτη ή διάχυτο ερυθηματώδη λύκο, φαινυλκετονουρία, συγγενή ερυθρά είτε λήψη τερατογόνων φαρμάκων και ουσιών (λίθιο, αλκοόλ, βαρφαρίνη, θαλιδομίδη, αντιμεταβολίτες ή αντιεπιληπτικά).
Η κλινική εξέταση
Η φυσική εξέταση του βρέφους περιλαμβάνει αρχικά την εκτίμηση της γενικής του κατάστασης και την ενδεχόμενη ανεπαρκή αύξηση του σωματικού βάρους του. Επιπλέον, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην παρουσία κυάνωσης με ή χωρίς φύσημα, στις διαταραχές στην ανάπτυξη και σε οποιαδήποτε ένδειξη αναπνευστικής δυσχέρειας ή καρδιακής ανεπάρκειας.
Η κυάνωση (μπλε απόχρωση του δέρματος) παρατηρείται κυρίως στα χείλη, στη γλώσσα, κάτω από τα νύχια και στους βλεννογόνους. Ιδιαίτερα ανησυχητική θεωρείται η κυάνωση που εντοπίζεται σε όλο το σώμα και συνοδεύεται από δυσκολία της αναπνοής και πυρετό. Όσον αφορά στα φυσήματα, αξίζει να επισημάνουμε ότι σε μεγάλο ποσοστό υπάρχουν και φυσήματα τα οποία είναι φυσιολογικά (αθώα ή λειτουργικά) και στη διάκρισή τους συμβάλλει η αξιολόγηση από παιδοκαρδιολόγο.
Στις ενδείξεις της παρουσίας καρδιακής νόσου και συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας σ’ ένα βρέφος περιλαμβάνονται: η μειωμένη και πολλές φορές χρονοβόρα σίτιση του (μικρά και συχνά γεύματα), η ταχύπνοια (περισσότερες από 40 – 55 αναπνοές το λεπτό σε τελειόμηνα νεογνά και βρέφη), η δύσκολη και εργώδης αναπνοή, ο βήχας, τα ωχρά και ψυχρά άκρα και η εφίδρωση χωρίς υπερθέρμανση κατά τη διάρκεια της σίτισης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα βρέφος με καρδιακή ανεπάρκεια ή αρρυθμία συνήθως δεν κοιμάται ήσυχα.
Ο εργαστηριακός έλεγχος
Στη διαγνωστική προσέγγιση των συγγενών καρδιοπαθειών εκτός από το ιστορικό και την κλινική εξέταση περιλαμβάνονται η ακτινογραφία θώρακος και το ηλεκτροκαρδιογράφημα. Η οριστική όμως διάγνωση της ύπαρξης και του τύπου της συγγενούς καρδιοπάθειας θα βασιστεί στο υπερηχοκαρδιογράφημα και στον αιμοδυναμικό έλεγχο της λειτουργίας της καρδιάς. Μολονότι ο προγεννητικός καρδιολογικός έλεγχος του εμβρύου με υπερηχοκαρδιογράφημα έχει εξελιχτεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, εντούτοις αδυνατεί ακόμη να προσδιορίσει με απόλυτη βεβαιότητα και ακρίβεια όλες τις συγγενείς καρδιοπάθειες.
Ο ρόλος των γονέων
Παρά το γεγονός ότι οι (κατά την τελευταία τριακονταετία) εντυπωσιακές εξελίξεις στη διάγνωση και στη χειρουργική θεραπεία έχουν αυξήσει σημαντικά το προσδόκιμο επιβίωσης παιδιών με συγγενείς καρδιοπάθειες, αυτές εξακολουθούν να αποτελούν μία από τις κυριότερες αιτίες θανάτου στο σύνολο των παιδιών που γεννιούνται με συγγενείς ανωμαλίες.
Η έγκαιρη αναγνώριση της παρουσίας ορισμένων συγγενών καρδιοπαθειών έχει ιδιαίτερη σημασία. Συγκεκριμένα, σε ηλικία 2 μηνών, επειδή οι πνευμονικές αντιστάσεις υποχωρούν, ενδέχεται συγκεκριμένες καρδιοπάθειες να παρουσιάσουν επιδείνωση. Σε αυτές τις περιπτώσεις επιβάλλεται η άμεση παραπομπή του βρέφους σε ειδικό παιδοκαρδιολόγο.
Ο ρόλος των γονέων στην έγκαιρη διάγνωση μιας συγγενούς καρδιοπάθειας συνίσταται στον πλήρη προγεννητικό έλεγχο της μητέρας για ενδεχόμενη παρουσία συγγενών λοιμώξεων και στην αυξημένη ετοιμότητα για τον εντοπισμό στοιχείων από το ιστορικό, την κλινική εικόνα και την ανάπτυξη του βρέφους τα οποία κατευθύνουν προς τη διάγνωση συγγενούς καρδιοπάθειας.
Το περιεχόμενο της ιστοθέσης είναι μόνο για ενημερωτικό σκοπό και δεν θα πρέπει να αντικαθιστά οποιαδήποτε ιατρική συμβουλή, διάγνωση ή και θεραπεία που χορηγείται από τον γιατρό σας ή από τον εξειδικευμένο επιστήμονα υγείας.