Μεγαλώσαμε, λέμε κι έτσι αβίαστα κολλάμε κι από δίπλα ένα «Ωριμάσαμε» για να υπάρχει. Καμία ωριμότητα, όμως, δεν ήρθε απλώς επειδή πρόσθεσες μερικά παραπάνω κεριά στην τούρτα σου ή στριμώχτηκες σε πιο σοβαρά παπούτσια.
Με τα χρόνια άλλαξες, είναι η αλήθεια. Όχι εξωτερικά, για άλλη αλλαγή μιλάω, εσωτερική κι επώδυνη. Ναι, σε ωρίμασε ο πόνος, η προδοσία, τα λάθη, οι αναχωρήσεις χωρίς επιστροφή, τα όμορφα λόγια που δε βρέθηκε μία πράξη να τα συνοδέψει. Έβαλες πολλές φορές νερό στο κρασί σου μέχρι που δεν πινόταν πια κι έτσι έσπασες το ποτήρι. Ωρίμασες γιατί δεν είχες άλλη επιλογή, μπήκες –ή σε ρίξανε– στα βαθιά και κολύμπησες.
Λες πιο συχνά «Όχι» και πολύ πιο σπάνια «Ναι». Οι καταφάσεις σου είναι μετρημένες και πρώτα σκέφτεσαι να μη χαλάσεις χατίρι στον εαυτό σου και μετά στους άλλους. Σε άφησες κάτω στην τραμπάλα πολλές φορές, καιρός να σηκωθείς.
Με τα χρόνια και τις ήττες σου –από ανθρώπους που δεν ήξεραν τι ήθελαν και το έψαχναν στη ζωή σου– αποφάσισες πως οι παρουσίες δε σου είναι τόσο απαραίτητες τελικά -ιδιαίτερα αυτές οι περιστασιακές. Κλείνεις την πόρτα σου ευκολότερα και την ανοίγεις πλέον με μεγάλη προσοχή και καχυποψία.
Αντίστοιχα έπαψες πια να κρύβεσαι πίσω από πόρτες μισόκλειστες και συναισθηματικές χαραμάδες. Όταν κάτι τελειώνει, φεύγεις μακριά. Η εμπειρία σου σού απέδειξε πως σπάνια –ως ποτέ– αποδίδουν οι δεύτερες ευκαιρίες και πως οι μισοτελειωμένες ιστορίες, σε τελειώνουν όσο περιμένεις να τις ξαναρχίσεις.
Συνειδητοποίησες πια πως δε θες στη ζωή σου όποιον δε σε χρειάζεται στη δική του και πως τα αισθήματα έχουν νόημα μονάχα όταν είναι αμοιβαία. Έχασες πολύ χρόνο περιμένοντας, προσπαθώντας να καταλάβεις τι θέλουν, ακόμα κι αν θέλουν. Έγινες αποκούμπι για ανθρώπους που σε άδειασαν στην πρώτη δυσκολία.
Συμφιλιώθηκες με τη μοναξιά κι είναι πολλές πια οι φορές που την επιλέγεις. Την προτιμάς από ψεύτικους φίλους και χλιαρούς ερωτάκους, από ανούσιες φωνές κι άχαρα αγγίγματα. Ένα ποτήρι κρασί, μουσική που γουστάρεις κι ένα καλό βιβλίο αρκούν για να χαμογελάσει η ψυχή σου.
Εμπιστεύεσαι δύσκολα πια∙ για όλες εκείνες τις φορές που καθυστέρησες το βήμα σου ή έκανες πίσω για να μετριάσεις τη διαφορά, μα σε προσπέρασαν με την πρώτη ευκαιρία κι ούτε έριξαν ξανά το βλέμμα τους προς το μέρος σου. Ακόμα βέβαια κάνεις πίσω, είπαμε άλλαξες, δεν έγινες δα κι άλλος άνθρωπος. Όμως προτιμάς πια τουλάχιστον οι πιθανότητες να ‘ναι με το μέρος σου.
Δεν πέφτεις με τα μούτρα ούτε τα δίνεις όλα, κρατάς κάτι και για σένα. Εξάλλου αυτό που θα κουβαλάς πάντα είναι ο εαυτός σου, ε, ήταν καιρός να αρχίσεις να τον προσέχεις. Ανέχεσαι λιγότερα και σταμάτησες να σε πουλάς φτηνά. Αυτοσεβασμός κι αξιοπρέπεια κι ας το βαφτίζουν οι άλλοι εγωισμό. Αν δε σ’ αγαπήσεις εσύ, είναι ανώφελο να περιμένεις κάποιον άλλον να το κάνει, το έμαθες.
Παίρνεις τηλέφωνα και χτυπάς κουδούνια, όμως στη δεύτερη άρνηση κι αμφιβολία, τα παρατάς. Δεν έχει νόημα να κερδίσεις την προσοχή κάποιου με το ζόρι ούτε θες μικροποσότητες συναισθήματος από οίκτο. Ό,τι δε σου χαρίζεται απλόχερα, δεν πρόκειται να το ζητιανέψεις -όχι πια.
Έμαθες πως η ποσότητα δεν προσφέρει τίποτα, μάλλον σε κουράζει κι έτσι αναζητάς την ποιότητα. Στους ανθρώπους, στις σχέσεις, στις κουβέντες σου, ακόμα και στο φαγητό σου. Επιλέγεις πια κι αντιλαμβάνεσαι πόσο σημαντικό είναι να μη στριμώχνεσαι στα κουτάκια άλλων, να μη γίνεσαι χαμαιλέοντας για να προσαρμόζεσαι στις καταστάσεις, αλλά να ορίζεις εσύ το περιβάλλον σου.
Έπαψες να ενθουσιάζεσαι με το παραμικρό και προσπαθείς ακόμα να βάλεις χαλινάρι στον αυθορμητισμό σου. Κρατάς χαμηλά τις προσδοκίες σου για να αποφύγεις κάπως την απογοήτευση.
Ξέρεις πια πως ο χρόνος σου είναι δώρο πολύτιμο χωρίς κάρτα αλλαγής, γι’ αυτό τον φυλάς και τον χαρίζεις μόνο εκεί που αξίζει. Άδειασες τις σκέψεις σου από περαστικούς και σταμάτησες να κάνεις υπομονή. Ποτέ δεν τη συμπαθούσες, δεν μπορείς να περιμένεις. Ό,τι θες, το θες τώρα, το διεκδικείς κι αν δεν το πετύχεις, πείθεις τον εαυτό σου πως δεν το ήθελες και τόσο. Σου επιτρέπεις να πονέσεις μόνο για δυο μέρες, μετά σου χρωστάς να χαμογελάσεις.
Κλαις πολύ και γελάς ακόμα περισσότερο. Πλέον τα όριά σου τα σχεδιάζεις εσύ και την ευτυχία σου τη χρωματίζεις όπως θέλεις. Δεν περιμένεις κανέναν, προχωράς κι όσοι θέλουν, θα σε προλάβουν.