Ουρολοίμωξη στα παιδιά

Ουρολοίμωξη στα παιδιά

Ουρολοίμωξη

Η λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος είναι μία από τις συχνότερες λοιμώξεις της παιδικής ηλικίας, η οποία μπορεί να αφήσει μόνιμη νεφρική βλάβη και η συχνότητα της ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία, φαίνεται ότι το 8% των κοριτσιών και το 2% των αγοριών θα παρουσιάσει μία τουλάχιστον ουρολοίμωξη κατά τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας.

[babyPostAd]Στα νεογνά, η συχνότητα κυμαίνεται από 1 έως 1,4%,  με υπεροχή των αγοριών (3-5 : 1). Στη βρεφική ηλικία, η συχνότητα της συμπτωματικής και ασυμπτωματικής ουρολοίμωξης αφορά το 4% των αγοριών και το 2% των κοριτσιών.

Η ουρολοίμωξη μπορεί να είναι εμπύρετη ή απύρετη, να εντοπίζεται μόνο στην ουροδόχο κύστη (οξεία κυστίτιδα)  ή να προσβάλλει το νεφρικό παρέγχυμα (οξεία πυελονεφρίτιδα). Στην οξεία κυστίτιδα, ο πυρετός δεν ξεπερνά τους 38º C. Μετά την ηλικία των 2 ετών, η οξεία κυστίτιδα είναι συχνή στα κορίτσια.

Υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις

Όταν κάνουμε λόγο για υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, εννοούμε δύο ή περισσότερα επεισόδια οξείας πυελονεφρίτιδας ή ένα επεισόδιο οξείας πυελονεφρίτιδας και ένα ή περισσότερα επεισόδια κυστίτιδας ή τρία ή περισσότερα επεισόδια κυστίτιδας

Σε περίπτωση υψηλού πυρετού (39 και πάνω), ανωμαλιών του ουροποιητικού στο υπερηχογράφημα και μικροοργανισμών άλλων του κολοβακτηριδίου, αυξάνονται οι πιθανότητες δημιουργίας νεφρικής ουλής και ιδιαίτερα η παρουσία μεγάλου βαθμού κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης, 4ου και 5ου βαθμού.

Προδιαθεσικοί παράγοντες για ουρολοίμωξη είναι οι εξής:

1. Oι συγγενείς ανωμαλίες του ουροποιητικού.

2. Oι συμφύσεις της πόσθης στα αρσενικά νεογνά και βρέφη που ευνοούν την προσκόλληση της μικροβιακής χλωρίδας στην περιουρηθρική περιοχή.

3. Η σύμφυση χειλέων του αιδοίου στα κορίτσια.

4. Η δυσκοιλιότητα.

5. Η νεφρολιθίαση και υπερασβεστιουρία.

6. Η Νευρογενής κύστη.

Τα συμπτώματα ποικίλλουν ανά ηλικία:

1. Νεογνά και βρέφη μικρότερα των 2 μηνών εμφανίζουν πυρετό, ανορεξία, παρατεινόμενο ίκτερο, εμέτους, ανησυχία, κοιλιακό άλγος ή ανεπαρκή πρόσληψη βάρους, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό.

2. Βρέφη και παιδιά από 2 μηνών –έως 2 ετών εμφανίζουν ανορεξία, πυρετό, εμέτους, δύσοσμα ούρα, κοιλιακό άλγος ή ανησυχία.

3. Παιδιά άνω των  2 ετών, εκτός από τα συμπτώματα της προηγούμενης ομάδας, εμφανίζουν ενούρηση , δυσουρικά ενοχλήματα και άλγος στη νεφρική χώρα.

Κριτήρια για τη διάγνωση είναι η παρουσία πυοσφαιρίων και μικροβίων στη μικροσκοπική εξέταση και η θετική καλλιέργεια ούρων.

Η λήψη μη επιμολυσμένου δείγματος  ούρων από βρέφη και  μικρά παιδιά γίνεται με τους εξής τρόπους:

α. Υπερηβική παρακέντηση, κυρίως όταν επείγει η έναρξη αντιβίωσης ιδιαίτερα σε νεογνά και μικρά βρέφη.

β. Καθετηριασμό της ουροδόχου κύστης.

γ.  Στείρο σακκουλάκι που προσκολλάται υπό άσηπτες συνθήκες στην περινεϊκή χώρα.

δ. Λήψη ούρων από ελεύθερη ούρηση (λήψη ούρων στον αέρα) κυρίως στα βρέφη.

Ο συνήθης εργαστηριακός έλεγχος περιλαμβάνει:

1. Γενική αίματος και CRP

2. Καλλιέργεια αίματος επί πυρετού με υποψία μικροβιαιμίας ή σηψαιμίας

3. Δείκτες νεφρικής λειτουργίας (Ουρία, Κρεατινίνη)

4. Ηλεκτρολύτες ορού

Η θεραπεία πρέπει να αρχίσει αμέσως μετά τη λήψη ή/και τα αποτελέσματα της εξέτασης των ούρων.

Ανάλογα με την ηλικία και τη γενική κατάσταση του βρέφους και του παιδιού θα αποφασιστεί η εισαγωγή  στο νοσοκομείο ή η θεραπεία στο σπίτι.

Νοσηλεία στο νοσοκομείο ενδείκνυται σε:

Νεογνό με εμπύρετη ή απύρετη ουρολοίμωξη.

Βρέφη μικρότερα των 2 μηνών με εμπύρετη ουρολοίμωξη.

Βρέφη με εικόνα μικροβιαιμίας ή σηψαιμίας.

Βρέφη και παιδιά που δεν δύνανται να λάβουν υγρά ή φάρμακα από το στόμα.

Ασθενείς με ενδείξεις αποφρακτικής ουροπάθειας ή σημαντική υποκείμενη νόσο.

Η επιλογή της αντιμικροβιακής αγωγής θα εξαρτηθεί από τον τύπο του παθογόνου μικροοργανισμού, την κλινική εικόνα και την ηλικία του παιδιού.

Αιτία

Η πιο συνήθης αιτία ουρολοιμώξεων είναι τα βακτηρίδια, οι κόκκοι, οι μύκητες και οι ιοί..

Το κολοβακτηρίδιο κατέχει την 1η θέση με ποσοστό 75-90% και ακολουθούν η κλεμψιέλλα, ο πρωτέας, ο εντερόκοκκος, η ψευδομονάδα, κ.ά..

Θεραπεία

Η διάρκεια θεραπείας για την οξεία πυελονεφρίτιδα κυμαίνεται κατά περίπτωση από 7 έως 10 ημέρες ενώ για την οξεία κυστίτιδα από 3 έως 7 ημέρες, με μέσο όρο τις 4 ημέρες.

Ο ακτινολογικός έλεγχος του ουροποιητικού που ενδείκνυται κατά τη διάρκεια της θεραπείας ή μετά το πέρας της αποτελεί αντικείμενο μεγάλης συζήτησης και διαφορετικών τακτικών από μεγάλα κέντρα που χαράζουν τις κατευθυντήριες οδηγίες σήμερα. Ο συγκερασμός των απόψεων διαμορφώνεται ως εξής:

1. Κάθε νεογνό με ουρολοίμωξη θα ελεγχθεί με υπερηχογράφημα και κυστεογραφία.

2. Υπερηχογράφημα νεφρών, ουρητήρων, κύστης συνιστάται:

α. Σε βρέφη και παιδιά κάθε ηλικίας μετά από εμπύρετη ή απύρετη ουρολοίμωξη

β. Όταν υπάρχει καθυστέρηση μεγαλύτερη των 2 ημερών στην ανταπόκριση στην αντιβιοτική αγωγή

γ. Όταν υπάρχει ανώμαλη ροή ή ακτίνα ούρων

δ. Σε ψηλαφητή κοιλιακή ή κυστική διόγκωση

ε. Όταν υπάρχει υποτροπή εμπύρετης ουρολοίμωξης μετά από ικανοποιητική θεραπεία της 1ης

στ. Σε άτυπο ιστορικό νόσου

ζ. Σε ανεπαρκή μελλοντική παιδιατρική παρακολούθηση

3. Κυστεογραφία μετά την 1η εμπύρετη ουρολοίμωξη συνιστάται:

α. Όταν το υπερηχογράφημα αποκαλύψει ανατομικές ανωμαλίες.

β. Σε επιπεπλεγμένες ή άτυπες περιπτώσεις

γ. Οταν ο παθογόνος μικροοργανισμός της εμπύρετης ουρολοίμωξης δεν είναι κολοβακτηρίδιο.

δ. Όταν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης.

4. Κυστεογραφία συνιστάται επίσης μετά το δεύτερο επεισόδιο ουρολοίμωξης ή σε υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις σε βρέφη και παιδιά κάτω των 3 ετών.

Στατικό Σπινθηρογράφημα Νεφρών (DMSA) πραγματοποιείται σε βρέφη και παιδιά έως 3 ετών όταν έχουν άτυπη ουρολοίμωξη ή υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις και σε παιδιά  μεγαλύτερα των 3 ετών, με υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις  4- 6 μήνες μετά την  λοίμωξη.

Χημειοπροφύλαξη για την αποφυγή υποτροπών ουρολοίμωξης

Η χημειοπροφύλαξη είναι η χορήγηση μικρής μη θεραπευτικής δόσης αντιβιοτικού το οποίο απεκκρίνεται από τους νεφρούς και εξασφαλίζει υψηλή πυκνότητα στα ούρα, εμποδίζοντας την ανάπτυξη μικροβίων στην κύστη. Η άποψη που διαμορφώνεται είναι ότι προσφέρει όφελος σε μεγάλου βαθμού κυστεοουρητηρικές παλινδρομήσεις (4ου – 5ου βαθμού). Συνιστάται σε κορίτσια μικρότερα των 2 ετών με κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση μεγαλύτερη του  2ου βαθμού ενώ στα αγόρια της ίδιας ηλικίας με κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση μεγαλύτερη του  3ου βαθμού και  με παρουσία σημαντικών ανατομικών ανωμαλιών του ουροποιητικού. Συνιστάται επίσης σε υποτροπιάζουσες συμπτωματικές ουρολοιμώξεις.

Πηγή: Kathimerini.gr