Της Ιωάννας Μπάτζου, Ψυχολόγου Α.Π.Θ. – Νηπιαγωγού Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Η εξέλιξη του ανθρώπου είναι εφικτή μόνο μέσα από αλλεπάλληλες απώλειες. Το βρέφος αφήνει την σιγουριά ενδομήτριας ζωής, για να έρθει στον κόσμο. Το μικρό παιδί εγκαταλείπει την ασφάλεια της οικογένειας, αποκτώντας μια μεγαλύτερη αυτονομία, με την εισαγωγή στο νηπιαγωγείο και ο έφηβος, μέσα από την απόρριψη των γονικών προτύπων, προχωρά στην διαμόρφωση της ταυτότητάς του και τελικά στην ενήλικη ζωή.
Ο θάνατος του παππού, της γιαγιάς και των γονέων είναι οι πιο σημαντικές απώλειες για το παιδί, που μπορεί να έχουν σοβαρότερες επιπτώσεις στην ψυχολογία του και την περαιτέρω ανάπτυξη του, καθώς αποτελούν τα βασικά του πρόσωπα φροντίδας.
Συχνά, η πρώτη εμπειρία με την απώλεια στην οικογένεια για το παιδί είναι ο θάνατος του παππού και της γιαγιάς. Αυτή, συνήθως, είναι η πρώτη φορά που το παιδί θα δει τους γονείς του να εκφράζουν ανοιχτά τα αρνητικά τους συναισθήματα, την θλίψη τους, η πρώτη φορά, που θα παρακολουθήσουν μια κηδεία, η πρώτη τους εμπειρία με τον θάνατο.
Το πώς θα βιώσει το παιδί την απώλεια, εξαρτάται από τον τύπο του δεσμού, που έχει αναπτύξει με τον παππού ή την γιαγιά. Αν το παιδί έχει βιώσει τη σχέση του με τον παππού και την γιαγιά σαν μια σχέση αγάπης άνευ όρων και φροντίδας, τότε το πένθος θα είναι πιο ισχυρό, σε αντίθεση με τον αν ήταν μια σχέση πιο τυπική, που περιοριζόταν σε περιστασιακά τηλεφωνήματα ή απλά επισκέψεις στην περίοδο των γιορτών, όπου θα βιώσει μικρή προσωπική απώλεια. Παράλληλα, σημαντικό ρόλο στο βίωμα του πένθους παίζουν και οι αντιδράσεις των γονιών του απέναντι στην απώλεια.
Συνήθως η απώλεια του παππού και της γιαγιάς δεν θα βιωθεί με την ίδια ένταση από το παιδί, όσο από τους γονείς του. Γι’ αυτό, τα παιδιά αισθάνονται μπερδεμένα πολλές φορές, σχετικά, με το πώς περιμένουν οι γονείς τους να αντιδράσουν στην απώλεια, ιδιαίτερα αν η σχέση ήταν περισσότερο τυπική.
Ο θάνατος του παππού και της γιαγιάς μπορεί να φέρει στην επιφάνεια σκέψεις και συναισθήματα σύγχυσης. Εγείρονται ερωτήματα, όπως «τι είναι ο θάνατος;», «τι συμβαίνει στους ανθρώπους όταν πεθαίνουν;», «που πηγαίνει κάποιος όταν πεθαίνει;» κτλ. Τέτοιες σκέψεις και συναισθήματα μπορεί να οδηγήσουν σε άγχος σχετικά με την ασφάλεια των άλλων μελών της οικογένειας, ιδιαίτερα του πατέρα και της μητέρας. Το παιδί φοβάται , τότε, μήπως πεθάνει και κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας του.
Αν, όμως, επιτραπεί στο παιδί να κάνει ερωτήσεις , να εκφράσει τα συναισθήματά του και να έχει την κατάλληλη στήριξη, η εμπειρία αυτή μπορεί να είναι μια περίοδος μάθησης και προετοιμασίας για τις αναπόφευκτες απώλειες που θα συμβούν στον κύκλο της ζωής του.
Πηγή : Corr, P. C. A., & Corr, D. M. (Eds.). (2004). Handbook of childhood death and bereavement. Springer Publishing Company.