Παιδί και δυσκολίες στον ύπνο
Πολύ. Μέχρι και το 1/3 των παιδιών δυσκολεύονται να αποκοιμηθούν.
Πού οφείλεται η δυσκολία επέλευσης ύπνου;
[babyPostAd]Φαίνεται ότι τα περισσότερα παιδιά αποκοιμιούνται πιο εύκολα όταν είναι στην αγκαλιά των γονιών τους, όταν βρίσκονται σε μια κούνια την οποία κουνάει ο γονιός, όταν θηλάζουν ή όταν πιπιλούν μια πιπίλα. Τα νήπια και τα μεγαλύτερα παιδιά φαίνεται να αποκοιμιούνται πιο εύκολα όταν ένας γονιός ξαπλώνει δίπλα τους, τους τραγουδάει ή τους μιλάει. Μερικές φορές, η τηλεόραση ή η μουσική βοηθάει τα παιδιά να κοιμηθούν. Τα παιδιά εξοικειώνονται εύκολα με αυτά τα «βοηθήματα ύπνου» και αναπτύσσουν ένα είδος εξάρτησης από αυτά. Έτσι, όταν τα βοηθήματα απουσιάζουν, διαμαρτύρονται και δυσκολεύονται να κοιμηθούν.
Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης της δυσκολίας επέλευσης του ύπνου;
Η καθιέρωση ενός προγράμματος βοηθάει. Με την καθιέρωση ενός σταθερού προγράμματος όσον αφορά στους κύκλους του ύπνου, το παιδί ξέρει τι να περιμένει. Επίσης, ευνοείται η επέλευση του ύπνου. Η ώρα της κατάκλισης είναι διαφορετική σε κάθε περίπτωση και εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού και το πρόγραμμα της οικογένειας.
Σε γενικές γραμμές, το παιδί θα πρέπει να πηγαίνει για ύπνο όταν δείχνει να νυστάζει, αλλά προτού κουραστεί πολύ και γίνει ευερέθιστο. Θα πρέπει να τηρείτε πάντα την ίδια ώρα. Τα ενδιάμεσα διαστήματα ύπνου δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 2 ώρες για τα νήπια. Ο τελευταίος ημερήσιος ύπνος πρέπει να λήγει πριν από τις 16:00, ώστε να μην εμποδίζει τον βραδινό ύπνο.
Μπορείτε να καθιερώσετε ένα πρόγραμμα κατάκλισης, το οποίο όμως δεν θα πρέπει να διαρκεί πάνω από 20 λεπτά. Για ένα νήπιο, αυτό το πρόγραμμα μπορεί να περιλαμβάνει μπάνιο, ένδυση με τις πιτζάμες, θηλασμό ή τάισμα και σιγανό τραγούδι ή νανούρισμα προτού το βάλετε στην κούνια του, ενώ είναι νυσταγμένο αλλά ακόμα ξύπνιο.
Για ένα παιδί, αυτό το πρόγραμμα μπορεί να περιλαμβάνει μπάνιο, βούρτσισμα των δοντιών, ένδυση με τις πιτζάμες και ανάγνωση ενός παραμυθιού. Στο τέλος της ιστορίας, σβήστε τα φώτα, φιλήστε το παιδί και βγείτε από το υπνοδωμάτιο. Η τήρηση αυτού του προγράμματος βοηθάει το παιδί να ηρεμήσει και διευκολύνει την επέλευση του ύπνου.
Δημιουργήστε το κατάλληλο περιβάλλον για τον ύπνο. Σε γενικές γραμμές, το περιβάλλον στο υπνοδωμάτιο του παιδιού πρέπει να παραμένει ίδιο όλη τη νύχτα. Οι κύκλοι της εγρήγορσης και του ύπνου επηρεάζονται από μια ορμόνη που παράγεται στον εγκέφαλο, η οποία καλείται μελατονίνη. Η μελατονίνη εκλύεται όταν το περιβάλλον είναι σκοτεινό και επιτρέπει την επέλευση του ύπνου. Γι’ αυτό το λόγο, τόσο τα παιδιά όσο και οι ενήλικοι αποκοιμιούνται πιο εύκολα στο σκοτάδι.
Συνεπώς, ένα σκοτεινό, σχετικά ήσυχο περιβάλλον, χωρίς ερεθίσματα, ευνοεί τον ύπνο. Τα παιδιά κάτω των 6 μηνών πρέπει να κοιμούνται σε ύπτια θέση. Αυτή η στάση ύπνου έχει συνδεθεί με μειωμένη επικινδυνότητα για θάνατο στην κούνια, δηλαδή για το σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. Κατά τον 8ο μήνα, όταν το παιδί αποκτά επίγνωση του αποχωρισμού, θα χρειαστεί ένα «μεταβατικό αντικείμενο».
Αυτό μπορεί να είναι ένα υφασμάτινο ζωάκι ή μια κουβέρτα, την οποία θα αγκαλιάζει. Ένα απαλό φως συχνά λύνει το πρόβλημα των παιδιών που φοβούνται το σκοτάδι. Ανταποκριθείτε καταλλήλως στο κλάμα. Είναι σημαντικό να ανταποκρίνεστε στο κλάμα των νεογέννητων και των βρεφών τους πρώτους μήνες της ζωής τους.
Αυτό το κλάμα γνωστοποιεί μια ανάγκη, δεν είναι εκβιαστική συμπεριφορά. Ωστόσο, κατά τον 7ο-8ο μήνα, το κλάμα μικρής διάρκειας πριν από την κατάκλιση είναι φυσιολογικό. Αφήστε το παιδί να μάθει να ηρεμεί μόνο του. Μερικοί γονείς δυσκολεύονται να μην ανταποκριθούν στο κλάμα του μωρού τους. Αν το παιδί σας δεν μπορεί να ηρεμήσει χωρίς την παρουσία σας, έχετε τη δυνατότητα να μειώσετε αυτή την εξάρτηση. Ανταποκριθείτε στο νυχτερινό κλάμα με ολοένα και λιγότερη επαφή.
Μια μέθοδος είναι να απουσιάζετε σε χρονομετρημένα, τακτά διαστήματα από το δωμάτιο όπου βρίσκεται το παιδί που κλαίει και να μην ενδίδετε στα αιτήματά του. Βάλτε το παιδί να ξαπλώσει, καθησυχάστε το κι έπειτα βγείτε από το υπνοδωμάτιο για λίγα λεπτά. Ακολουθήστε αυτή την τακτική, αυξάνοντας το χρόνο που περνάτε έξω από το υπνοδωμάτιό του μέχρις ότου αποκοιμηθεί. Όταν η μέθοδος εφαρμόζεται σωστά και συστηματικά, το παιδί μαθαίνει να κοιμάται μόνο του ύστερα από 4 ημέρες.
Τα νυχτερινά παρατεταμένα επεισόδια κλάματος εξουθενώνουν τους γονείς, ειδικά αν είναι κουρασμένοι και αγχωμένοι. Είναι σημαντικό να καταλάβετε ότι αυτή είναι μια φυσιολογική αναπτυξιακή πρόκληση κι ότι το παιδί σας δεν συμπεριφέρεται έτσι εσκεμμένα. Αν θυμώσετε με το παιδί σας, βάλτε το στο κρεβάτι του, κλείστε την πόρτα του και κάντε ένα διάλειμμα. Η κατάσταση είναι πιο εύκολη αν έχετε κάποιον να σας
βοηθάει, ειδικά αν δεν έχετε μόνο ένα παιδί.
Αντιμετωπίστε τις τακτικές καθυστέρησης. Τα νήπια καταφεύγουν σε πολλά τεχνάσματα για να καθυστερήσουν την ώρα του ύπνου: ζητούν άλλη μια ιστορία, άλλη μια «βόλτα» στο μπάνιο, άλλο ένα ποτήρι νερό, άλλο ένα φιλί ή άλλη μια κουβέρτα. Οδηγήστε ξανά το παιδί στο κρεβάτι του ήρεμα και πείτε του ότι θα κλειδώσετε την πόρτα αν
ξαναβγεί.
Τα παιδιά μπορούν να μάθουν να αποχωρίζονται τους γονείς τους. Οι γονείς που κοιμούνται με τα παιδιά τους ή που ξαπλώνουν δίπλα τους μέχρις ότου κοιμηθούν, πρέπει να μάθουν στα παιδιά τους να ηρεμούν χωρίς την παρουσία τους. Αυτό πρέπει να γίνει σταδιακά. Στην αρχή, ο γονιός μπορεί να κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι, μέχρις ότου το παιδί κοιμηθεί.
Όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία που ακολουθείτε πριν από τον ύπνο (μπάνιο, ανάγνωση ιστορίας κ.λπ.) και το παιδί ξαπλώσει με τα φώτα σβηστά, καθίστε στην καρέκλα, αποφεύγοντας την οπτική επαφή. Μη μιλάτε στο παιδί και μην το αγγίζετε – πρέπει να είστε απλώς μια καθησυχαστική παρουσία.
Σταδιακά, αρχίστε να μετακινείτε την καρέκλα ολοένα και πιο μακριά από το κρεβάτι του παιδιού, μέχρις ότου η καρέκλα φτάσει στην πόρτα. Αν το παιδί σηκωθεί, βάλτε το ξανά στο κρεβάτι και πείτε του ήρεμα ότι θα φύγετε από το υπνοδωμάτιο και θα κλείσετε την πόρτα αν ξανασηκωθεί. Και σε αυτή την περίπτωση, αν εφαρμόσετε την τεχνική σωστά, το παιδί θα μάθει να κοιμάται μόνο του εντός 4 ημερών (κατά μέσο όρο).
Φάρμακα. Τα υπναγωγά φάρμακα σπάνια κρίνονται αναγκαία για την αντιμετώπιση των παιδικών προβλημάτων ύπνου. Οι συμπεριφορικές προσεγγίσεις, σαν τις προαναφερθείσες, είναι σχεδόν πάντα αποτελεσματικές, αρκεί να εφαρμόζονται συστηματικά. Σε σπάνιες περιπτώσεις, χορηγούνται υπναγωγά φάρμακα για μικρό χρονικό διάστημα, προκειμένου να τροποποιηθεί ένα μοτίβο που δεν φαίνεται ότι μπορεί να αλλάξει εύκολα.
Ωστόσο, η μακροπρόθεσμη φαρμακοθεραπεία δεν συνιστάται. Εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα αποτελεί η περίπτωση των παιδιών με αναπτυξιακές αναπηρίες. Αυτά τα παιδιά συχνά εμφανίζουν διαταραχές ύπνου. Ο γιατρός μπορεί να τους χορηγήσει ηρεμιστικά φάρμακα, όπως η ένυδρη χλωράλη, ορισμένα αντισπασμωδικά ή η μελατονίνη.